LUCEM SEQUIMUR

LUCEM SEQUIMUR
Ποιός έκρυψε το φως και πάλι απόψε;

Ένα καντήλι μοναχό του ξεψυχά,
μες στο σκοτάδι η ψυχή μου κυνηγά
ένα αχνό φως που περιμένει πάλι απόψε
κάπου κρυμμένο στου μυαλού μου τη γωνιά!

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ

Η ίδρυση της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας και η μετατροπή της σε ηγεμονία


Η ίδρυση της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας προέκυψε από την ανάγκη για την προστασία των ελληνικών πόλεων μετά τους Περσικούς Πολέμους και από την επιθυμία της Αθήνας να διαφυλάξει τα συμφέροντά της. Σαν αποτέλεσμα αυτού το 478/7 π. Χ ιδρύεται η Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία με έδρα τη Δήλο, όπου βρισκόταν το συμμαχικό ταμείο[1].
Τα μέλη της συμμαχίας είχαν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις προς αυτήν. Η βασικότερή τους υποχρέωση ήταν η προσφορά πλοίων και χρημάτων που φυλάσσονταν στο συμμαχικό ταμείο. Με αυτόν τον τρόπο επικύρωναν τη συμμετοχή τους στη συμμαχία. Την ετήσια εισφορά συνέλεγαν οι «ελληνοταμίαι», οι οποίοι προέρχονταν από τους πρώτους Αθηναίους αξιωματούχους που εξέλεγαν κάθε χρόνο οι Αθηναίοι[2] Μερικές από τις σημαντικότερες πόλεις που έλαβαν μέρος στη συμμαχία ήταν: Η Εύβοια, η Ρόδος, η Χίος, η Σάμος, νησιά των Κυκλάδων, πόλεις από τα παράλια της Μικράς Ασίας, πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Στο τέλος, οι πόλεις που συμμετείχαν στη συμμαχία αριθμούνταν στις 425[3].
Παρ’ όλο που ο σκοπός της συμμαχίας ήταν να προστατέψει τις ελληνικές πόλεις από τον περσικό κίνδυνο, κι ακόμα να εκδικηθεί για τα δεινά που προξένησαν οι Πέρσες, η Αθήνα προσπάθησε να την εκμεταλλευτεί με σκοπό να κυριαρχήσει επί των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων. Κι έτσι, ενώ αρχικά οι Αθηναίοι συμπεριφέρθηκαν ως «πρώτοι μεταξύ ίσων», σταδιακά μετέτρεψαν τη συμμαχία σε ηγεμονία[4] μεταφέροντας το συμμαχικό ταμείο από τη Δήλο στην Αθήνα το 454 π. Χ, πράγμα που σήμαινε την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση των συμμαχικών χρημάτων.
Η Αθήνα προσπάθησε να επιβληθεί στις συμμαχικές πόλεις στερώντας τους σταδιακά την αυτονομία τους πραγματοποιώντας συνεχώς επεμβάσεις στο εσωτερικών αυτών με πρόσχημα την είσπραξη του συμμαχικού φόρου, αλλά και την επιβολή προστίμων σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πόλεις δεν συνετίζονταν με τους όρους της συμμαχίας[5]. Έπειτα από τη γιορτή των Διονυσίων ανακοίνωναν στην Εκκλησία του Δήμου τις πόλεις που είχαν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους στη συμμαχία. Στη συνέχεια έστελναν απόδειξη σε όσες πόλεις είχαν καταβάλει το συμμαχικό φόρο και παράλληλα λάμβαναν τα μέτρα τους για όσες πόλεις δεν είχαν πληρώσει ακόμα το φόρο επιβάλλοντάς τους τιμωρίες[6].
Ένα άλλο αυστηρό μέτρο ήταν η επιβολή του αθηναϊκού νομίσματος που απεικόνιζε την κουκουβάγια. Κάποιοι από τους συμμάχους δεν αντέδρασαν με το μέτρο, καθώς με αυτόν τον τρόπο διευκολύνθηκαν  οι συναλλαγές. Για τους συμμάχους, οι οποίοι δεν προσαρμόζονταν με το μέτρο επιβαλλόταν ακόμα και η ποινή του θανάτου[7].
Η μετατροπή της αθηναϊκής συμμαχίας σε αθηναϊκή ηγεμονία πραγματοποιήθηκε μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες και γεγονότα. Κατά κύριο λόγο, η προσάρτηση πόλεων επί Κίμωνα είχε σαν απόρροια την αύξηση του πλούτου και συνεπώς τη μεγέθυνση της δύναμης της Αθήνας. Έτσι, όντας οικονομικά ισχυρή πόλη είχε τη δυνατότητα να ηγηθεί των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων. Επίσης, η υπογραφή ειρήνης με τον Πέρση βασιλιά σήμαινε την τουλάχιστον προσωρινή διακοπή των εχθροπραξιών και συνακόλουθα την ευκαιρία που είχε η Αθήνα να αφοσιωθεί στην ηγεμονική της πολιτική. Επιπρόσθετα, η σύναψη των Τριακονταετών σπονδών με τη Σπάρτη το 445 π. Χ, η οποία αναγνώριζε την ηγεμονία της στον ηπειρωτικό χώρο, ενώ όριζε την επικυριαρχία της Αθήνας στο χώρο του Αιγαίου.
 Σε αυτό το σημείο, η Αθήνα βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής της και αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι η προσπάθειά της να διατηρήσει ό, τι έχει κατακτήσει[8]. Γι’ αυτό και επεμβαίνει σε συμμαχικές πόλεις που αποπειρώνται να εγκαταλείψουν τη συμμαχία. Μάλιστα, για την αποφυγή τέτοιων καταστάσεων απέστελλε αξιωματούχους, στρατιωτικούς φρουρούς και κληρούχους στις συμμαχικές πόλεις που αποστατούσαν. Το συγκεκριμένο μέτρο θεωρείται ως το σκληρότερο κι εφαρμόστηκε πολύ κατά την περίοδο του Περικλή[9], ενώ υπήρξαν κι άλλα σκληρά μέτρα μετά την καταστολή των αποστασιών, όπως η κατεδάφιση των τειχών, η παράδοση του στόλου, και η παράδοση των αριστοκρατών ως ομήρων για την αποφυγή εγκαθίδρυσης ολιγαρχικού καθεστώτος[10]. Όλα αυτά αποδεικνύουν την προσπάθειά της στη διατήρηση της ηγεμονίας της.


[1] Στο ίδιο, ο. π., σελ 245
[2] J. B. Bury & Russwell Meiggs, ‘Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας’, τομ. Α΄, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1998, σελ.324
[3] Στο ίδιο, σελ. 245 και Θάνος Βερέμης – Ι. Γιαννόπουλος – Σ. Ζουμπάκη – Ε. Ζύμη – Θ. Ιωάννου – Α. Μαστραπάς, ο. π., σελ. 109 - 110
[4] Θάνος Βερέμης κ. α., ο. π, σελ. 109 -110
[5] C. Mosse – A. Scnhapp – Gourbeillon, ο. π., σελ. 265 -269
[6] Ι.Ε.Ε, Κλασικός Ελληνισμός, τομ. Γ1΄, Αθήνα, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1974 -1975, σελ. 110 - 111
[7]Στο ίδιο, σελ. 106 - 107
[8] C. MosseA. ScnhappGourbeillon, ο. π., σελ. 259 -265
[9] Ι.Ε.Ε, ο.π, σελ. 107
[10] Στο ίδιο, σελ. 106

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ


ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
ΑΙΤΙΑ, ΑΦΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ Γ’ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Είναι γεγονός ότι τα ελληνιστικά κράτη αρχικά εκμεταλλεύτηκαν την αυξανόμενη δύναμη της Ρώμης για τους δικούς τους σκοπούς, αλλά δεν φαντάζονταν  ότι σύντομα η ρωμαϊκή επέμβαση θα ανέτρεπε αμετάκλητα την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των ελληνιστικών βασιλείων[1]. Οι ίδιες οι ελληνιστικές πόλεις είχαν στραφεί στη Ρώμη, ώστε να ζητήσουν βοήθεια ενάντια στη συμμαχία του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας και του Αντίοχου Γ΄ της Συρίας[2]. Οι Ρωμαίοι δέχονταν τις εκκλήσεις των ελληνιστικών πόλεων, κυρίως, επειδή η ίδια η Ρώμη ήταν μια ελεύθερη πόλη και η ιταλική συμμαχία αποτελούσε μία ένωση αυτόνομων κι ανεξάρτητων πόλεων[3]. Έτσι, έγινε  προσπάθεια αναχαίτισης των σχεδίων του Φιλίππου του Ε’ να δημιουργήσει μια ισχυρή Μακεδονία. Το σχέδιο του Φιλίππου ήταν να συνασπιστεί πρώτα με τον Αννίβα το 215 π. Χ, κατά τον Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο, ώστε να κατακτήσει σημαντικά εδάφη στο ιλλυρικό έδαφος[4] κι αφού το επιτύγχανε αυτό να προχωρούσε προς τη Ρώμη[5]. Τα σχέδιά του οδήγησαν στον Α΄ Μακεδονικό πόλεμο (215 π. Χ – 205 π. Χ), ο οποίος τερματίστηκε με τη συνθήκη της Φοινίκης το 205 π. Χ, η οποία υπογράφτηκε μετά από συνθήκη του Φιλίππου με την Αιτωλική Συμπολιτεία[6].
Αυτό που ανησυχούσε τους Ρωμαίους δεν ήταν τόσο η ελευθερία των ελληνιστικών πόλεων, αλλά οι κατακτητικές βλέψεις του Φιλίππου για την Ρώμη μετά την προσάρτηση θέσεων στην Ιλλυρία, πράγμα που θα πραγματοποιούταν μόλις θα έληγε ο πόλεμος με την Αιτωλική Συμπολιτεία που είχε ξεκινήσει από το 220 π. Χ[7].  Το ενδιαφέρον του Φιλίππου για τη Ρώμη φαίνεται από τους όρους της συνθήκης με τον Αννίβα, όπου ο ίδιος υπόσχεται στον Φίλιππο ότι σε περίπτωση νίκης τους θα απαιτούσαν από τους Ρωμαίους να μην επιχειρήσουν καμιά πολεμική σύρραξη στο εξής και να παραιτηθούν από την επικυριαρχία τους στην Κέρκυρα, στην Απολλωνία, στην Επίδαμνο, στη Φάρο, στην Διμάλη κι ακόμη στους Παρθινούς και στους Ανιντανούς[8].
Ο Β΄ μακεδονικός πόλεμος πραγματοποιήθηκε έπειτα από την ανησυχία των ελληνιστικών πόλεων για τη συμμαχία που είχε συνάψει ο Φίλιππος ο Ε΄ με τον Αντίοχο τον Γ΄ και έληξε με την ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές το 197 π. Χ. Ο Φίλιππος υποχρεώθηκε να καταθέσει ένα χρηματικό ποσό, να εγκαταλείψει τα εδάφη που είχε καταλάβει στην Ασία και να αναγνωρίσει την ελευθερία των ελληνιστικών πόλεων και Συμπολιτειών[9].
Σαν απόρροια αυτού, ενώ η Ρώμη εξασφάλισε την ειρήνη στα ελληνιστικά κράτη και την αποδυνάμωση της μακεδονικής δύναμης, είχε να αντιμετωπίσει και τα επεκτατικά σχέδια του Αντίοχου της Συρίας, ώστε να μεγαλώσει το κράτος των Σελευκιδών άφοβα τώρα που ο Φίλιππος είχε χάσει σημαντική δύναμη. Γι’ αυτό τον λόγο, υπέγραψε συνθήκη με την Αίγυπτο, με τον Αννίβα, αλλά και με τους Αιτωλούς, οι οποίοι ήταν απογοητευμένοι, καθώς δεν έλαβαν τα οφέλη που περίμεναν μετά την ήττα του Φιλίππου. Αυτή η κίνηση οδήγησε σε εκστρατεία των Ρωμαίων εναντίον του Αντιόχου και στην ήττα αυτού στην Ασία, κοντά στην πόλη της Μαγνησίας το 190 π. Χ. Οι όροι που έθεσαν οι Ρωμαίοι στον Αντίοχο απέδειξαν ότι η Ρώμη δεν ήθελε να κατακτήσει την Ανατολή, αλλά να εμποδίσει οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη να επεκταθεί και να την απειλήσει[10].
Αυτό επιδίωκε, λοιπόν, η Ρώμη, να είναι όλα τα ελληνιστικά βασίλεια ανεξάρτητα, αλλά κανένα πιο ισχυρό. Ιδιαίτερα φοβόταν ότι η άνοδος της μακεδονικής δύναμης θα την εμπόδιζε να επεμβαίνει στα ελληνικά πράγματα και θα μπορούσε να δημιουργήσει στην Ανατολή το κατάλληλο κλίμα για μια ενδεχόμενη επίθεση εναντίον της[11].
Η ανησυχία των Ρωμαίων φάνηκε και στην προσπάθεια του Περσέα, του γιού του Φιλίππου, να ανασυστήσει ένα ισχυρό μακεδονικό κράτος παρασύροντας τις ελληνικές πόλεις με το μέρος του. Οι φοβίες έγιναν πιο έντονες όταν ο Ευμένης ο Β΄, βασιλιάς της Περγάμου, επισκέφτηκε τους Ρωμαίους και τους αποκάλυψε τα επεκτατικά σχέδια του Περσέα, φοβούμενος ο ίδιος για το μέλλον του βασιλείου του, αλλά παράλληλα θέλοντας να εκδικηθεί τη δολοφονική απόπειρα εναντίον, η οποία ίσως να έγινε από ανθρώπους που υπηρετούσαν τα συμφέροντα του Περσέα.
Οι Ρωμαίοι θορυβήθηκαν τόσο πολύ, ώστε προσπάθησαν να διαλύσουν τα Βοιωτικά κοινά και να προσαρτήσουν ελληνικές πόλεις. Έτσι, στέλνουν επιστολή στην Αμφικτιονία των Δελφών για να κερδίσουν συμμάχους στον πόλεμο εναντίον του Περσέα. Στη συγκεκριμένη επιστολή κατηγορούν τον Περσέα για ανόσιες πράξεις και για το ότι θεωρεί τον εαυτό του ισάξιο με τους Ρωμαίους απέναντι στους οποίους δεν συμπεριφερόταν ως ‘cliente’, δηλαδή ως πελάτης τους, ως υποτελής. Επίσης, προσπαθούν να κερδίσουν τη εύνοια της Αμφικτιονίας υπενθυμίζοντας την ένοπλη παρεύρεση του Περσέα στα ‘Πύθια’ και την άδικη συμμετοχή του στους αγώνες και στις τελετουργίες. Τον κατηγορούν για διακοπή της συνθήκης που είχε υπογράψει ο πατέρας του με τους Ρωμαίους, για το ότι σκότωσε κάποιους από τους Έλληνες που είχαν σταλθεί στη Ρώμη για έκκληση βοήθειας. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι προσπάθησε να δηλητηριάσει τη Σύγκλητο, ότι έκανε πολλές δολοφονίες κι επιθέσεις στην Αιτωλία και σε άλλες πόλεις, υποδούλωσε κάποιες ελληνικές πόλεις, δωροδόκησε ηγεμόνες να στραφούν με το μέρος τους κι αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον βασιλιά Ευμένη, ενώ εκείνος πορευόταν προς τους Δελφούς, αγνοώντας την θεϊκή τιμωρία[12].
Συνεπώς, αφορμές για την έναρξη του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου είναι: α) η άνοδος του Περσέα στον μακεδονικό θρόνο το 179 π. Χ, ο οποίος έτρεφε αισθήματα αντιπάθειας για τη Ρώμη, β) η επίσκεψη και η ομιλία του Ευμένη Β΄ στη Ρώμη σχετικά με τις βλέψεις του Μακεδόνα βασιλιά και η απόπειρα δολοφονίας του τελευταίου[13].
Το 171 π. Χ, η Σύγκλητος αποφάσισε να εξουδετερώσει τον Περσέα κι ενώ εκείνος είχε στείλει πρεσβεία στη Ρώμη για να διατηρηθεί η ειρήνη, δεν ικανοποιήθηκε με τους όρους και προτίμησε να πολεμήσει[14]. Μετά από δύο χρόνια πολέμου, ο Περσέας ηττήθηκε το 168 π. Χ από τον Αιμίλιο Παύλο στην Πύδνο[15].
Όσον αφορά τις συνέπειες από την ήττα του Περσέα, η Ρώμη δεν θέλησε για μια ακόμη φορά να προσαρτήσει τα εδάφη της Ανατολής, αλλά καθόρισε την πολιτική κατάσταση που θα επικρατούσε στις ελληνιστικές πόλεις. Πρώτο μέλημα ήταν να διασπάσει τη Μακεδονία σε τέσσερα κρατίδια προσφέροντάς της ελευθερία. Αυτά τα κρατίδια θα διοικούνταν από άρχοντες υπόλογους σε ένα μόνιμο συμβούλιο που θα αποτελείτο από αντιπροσώπους των διαφόρων κοινοτήτων. Οι άρχοντες και τα μέλη του συμβουλίου θα προέρχονταν από την τάξη των πλουσίων που ήταν η μόνη με πολιτικά δικαιώματα. Επιπλέον, δημιουργήθηκε λιμάνι στη Δήλο, το οποίο σήμανε την οικονομική πτώση των λιμανιών της Ρόδου και της Περγάμου κι αυτό ως τιμωρία για τη συμπαράσταση που έδειξαν στον Περσέα προς το τέλος του πολέμου στέλνοντας πρεσβείες στη Ρώμη με σκοπό τη σύναψη ειρήνης με τον Μακεδόνα βασιλιά. Η παρακμή του λιμανιού της Ρόδου είχε σαν αποτέλεσμα την ένταση της πειρατείας και του δουλεμπορίου στο λιμάνι της Δήλου. Επιπρόσθετα, αφαιρέθηκαν εδάφη από το βασίλειο της Περγάμου και διαμοιράστηκαν στη Βιθυνία και στους Γαλάτες με συνέπεια την αποδυνάμωση της ελληνιστικής αυτής πόλης. Τιμωρία επιβλήθηκε και στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, η οποία φημολογείτο ότι βοήθησε τον Περσέα. Έτσι, οδηγήθηκαν στη Ρώμη χίλιοι όμηροι από τους επιφανέστερους πολίτες της Συμπολιτείας[16].



[1] M. Rostovtzeff, ‘Ρωμαϊκή Ιστορία’’, κεφ. VI, σελ. 82
[2] M. Rostovtzeff, ό. π, σελ. 84
[3] M. Rostovtzeff, ό. π, σελ. 84
[4] Frank W. Blank, ‘Ο ελληνιστικός κόσμος, σελ. 324, εκδ. Βανιάς
[5] Frank w. Blank, ‘Ο ελληνιστικός κόσμος’, σελ. 326
[6] Frank. W. Blank, ό. π, σελ 328
[7] Frank. W. Blank, ό. π, σελ 324
[8] Πολύβιος, 7, 9, 12 - 13
[9] M. Rostovtzeff, ‘Ρωμαϊκή Ιστορία’, σελ. 85, εκδ. Παπαζήσης
[10] M. Rostovtzeff, ό. π, σελ. 86
[11] M. Rostovtzeff, ό. π, σελ 88
[12] Michel Austin, ‘ The Hellenistic world from Alexander to the Roman conquest’, σελ. 185, Cambridge, second edition
[13] http://el.wikipedia.org/wiki/Ευμένης_Β΄_της_Περγάμου/
[14] M. Rostovtzeff, ό. π, σελ. 88
[15] M. Rostovtzeff, ό. π, σελ 93
[16] M. Rostovtzeff, ό. π, σελ. 93