LUCEM SEQUIMUR

LUCEM SEQUIMUR
Ποιός έκρυψε το φως και πάλι απόψε;

Ένα καντήλι μοναχό του ξεψυχά,
μες στο σκοτάδι η ψυχή μου κυνηγά
ένα αχνό φως που περιμένει πάλι απόψε
κάπου κρυμμένο στου μυαλού μου τη γωνιά!

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Ο χειμώνας περνούσε κι ήρθε η άνοιξη κι έπειτα καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο!

Σταμάτησε και κοίταξε για ένα λεπτό πίσω. Κοίταξε μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα της, μέχρι το ψηλό κτίριο που σαν γρανιτένιος γίγαντας έκρυβε τον ορίζοντα. Έμεινε με το κεφάλι καρφωμένο να κοιτάζει πίσω, ενώ το λιγνό και καχεκτικό σώμα της στραμμένο μπροστά κι ελαφρά γυρτό προς τα πλάγια φαινόταν σαν να αγκομαχούσε να σύρει το κεφάλι προς τα μπρος. Χτύπησε το κινητό, αλλά αδιαφόρησε. Αργά και νωχελικά προσπάθησε να χώσει  το χέρι της στην τεράστια τσάντα της για να το βρει. Απογοητευμένη εγκατέλειψε και συνέχιζε να κοιτάζει πίσω. Το ένα λεπτό πέρασε και μπήκε το δεύτερο. Το βλέμμα συνέχισε να είναι καρφωμένο πίσω, ώσπου ένιωσε μια σπρωξιά να ωθεί το βλέμμα της προς τα εμπρός. Δυσανασχέτησε, αλλά έστρεψε το κεφάλι της ξανά πίσω. Τι την τραβούσε; Ο απότομος ήχος του αμαξιού που σταμάτησε έξω από το γιγαντιαίο κτίριο και η θέα ενός κεφαλιού που πρόβαλλε έξω από το αμάξι κλείνοντας δυνατά την πόρτα. Κοίταζε επίμονα, ώσπου  τα αμυγδαλωτά μελιά μάτια της διασταυρώθηκαν με τα σχιστά κατάμαυρα δικά του. Γύρισε αμέσως μπροστά, κυριευόμενη από αμηχανία και με τα μαλλιά της που ήταν πιασμένα στην αριστερή πλευρά του λαιμού της να ακολουθούν την κίνησή της, ενώ ένα στιγμιαίο αεράκι, σαν θεία δύναμη, σαν να πέρασε κάποιος με ταχύτητα από εμπρός, παρέσυρε τα χαρτιά που βαστούσε στο αριστερό της χέρι. Σκύβοντας να τα μαζέψει, ένιωσε γρήγορα βήματα πίσω της κι ένα χέρι να της πιάνει τον αγκώνα. Δεν γύρισε το κεφάλι, μοναχά χωρίς να κοιτάξει, το έστρεψε ελαφρά προς τα δεξιά της, ώσπου με την άκρη του ματιού της διέκρινε δύο φρεσκογυαλισμένα καφέ παπούτσια, πάνω από τα οποία έπεφτε ελαφρά μια γκριζωπή αντρική καμπαρντίνα. Τότε άκουσε τη φωνή του. Δεν ήταν τραχιά, αλλά ούτε και λεπτή. Άρμοζε σε φωνή ενός γοητευτικού άντρα, γύρω στα 35, αν και τελικά ήταν κατά 7 χρόνια νεώτερος! Από τον τρόπο με τον οποίο της ζήτησε να τη βοηθήσει καταλάβαινες την παιδεία του και ίσως την καταγωγή του. Ίσως  Απόγονος επιφανούς οικογένειας με σπουδές στο Γέιλ, ή στο Χάβαρντ.
Σηκώθηκε σιγά από το έδαφος και γύρισε διστακτικά το κεφάλι προς τα πίσω. Δεν ήταν κανείς. Μονάχα η ανάμνηση της πρώτης φοράς που συνάντησε εκείνον! Η στιγμή της αμηχανίας που ένιωσε στο άγγιγμά του. Η έλξη που αισθάνθηκε από το πρώτο βλέμμα! Προσπάθησε να βρει το κινητό της που πριν χτυπούσε επίμονα. Τελικά τα κατάφερε. Με δυσφορία το άνοιξε και είδε την κλήση. Ήταν εκείνος. Ο  μελαχρινός άντρας που με τόσο ενθουσιασμό γνώρισε κάποτε έξω από το γιγαντιαίο κτίριο γνωστής δικηγορικής εταιρείας, είχε γίνει σύζυγός της εδώ και  10 χρόνια. Τον κάλεσε πίσω. Το πρόσωπό της έχασε την έκφραση της νοσταλγίας και της γλυκύτητας και ντύθηκε με ύφος εκνευρισμού και νευρικότητας. Μίλησαν για το ποιος θα έπαιρνε τα παιδιά από το σχολείο. Δύο πανέμορφα δίδυμα κορίτσια, μελαχρινά, με σγουρά μαλλιά και με μια τσαχπινιά για την οποία ο Άνταμ καμάρωνε πάντα ότι είχαν πάρει από την Τζέιν.
Με φωνή αγανάκτησης η Τζέιν δέχτηκε τελικά να ακυρώσει τις δουλειές που είχε και  να πάρει εκείνη τα δίδυμα από το σχολείο, εφόσον ο καλός της άντρας έπρεπε να μείνει περισσότερες ώρες στο δικηγορικό γραφείο που εργαζόταν εδώ και 6 χρόνια. Περίμενε πως και πώς την υπόθεση, η οποία θα τον οδηγούσε στην πολυπόθητη προαγωγή και τώρα είχε έρθει η ευκαιρία. Εργαζόταν νυχθημερόν για την υπεράσπιση  μιας από τις σημαντικότερες εταιρείες λογισμικού, τους ιδιοκτήτες της οποίας κατηγορούσαν για ξέπλυμα χρήματος. Για ένα σχεδόν μήνα ο Άνταμ επέστρεφε στο σπίτι στις 11.00 το βράδυ, ίσα ίσα για να κοιμηθεί και να ξυπνήσει το πρωί στις 7 πάλι για τη δουλειά. Μέχρι και το Σάββατο δούλευε κι ευτυχώς που υπήρχε μια μέρα της βδομάδας, η Κυριακή, ώστε να κοιμάται μέχρι το μεσημέρι και να χαζεύει αθλητικά στην τηλεόραση το απόγευμα. Η Τζέιν προσπαθούσε να βρει την ισορροπία. Πάντα τα ωράρια του συζύγου της δεν ήταν φυσιολογικά, αλλά τους τελευταίους δύο μήνες είχε χαθεί ο έλεγχος κι η Τζέιν ένιωθε να ασφυκτιά. Έπρεπε να προλαβαίνει να χειρίζεται το νοικοκυριό, να φροντίζει τα δίδυμα, να  φροντίζει τον άντρα της και να είναι συνεπής στη δουλειά της σαν υπεύθυνη δημόσιων σχέσεων σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία.
Και τότε ήρθε η νοσταλγία. Βλέποντας μια φωτογραφία που είχαν τραβήξει τον πρώτο καιρό που είχαν γνωριστεί σκεφτόταν πόσο όμορφα ήταν τα πρώτα χρόνια που ήταν μαζί. Τι ανέμελα που περνούσαν! Βρίσκονταν σε κατάσταση ευημερίας. Η Τζέιν μόλις είχε πιάσει δουλειά ως αρθρογράφος σε ένα περιοδικό και ο Άνταμ είχε προσαρμοστεί στην δικηγορική εταιρεία στην οποία πρόσφατα είχε προσληφθεί ως βοηθός. Ανεξάρτητοι κι οι δύο, έχοντας πολλές εμπειρίες, καλούς κι έμπιστους ανθρώπους, αλλά κι αρκετό ελεύθερο χρόνο για να ασχολούνται με πράγματα που τους ενθουσίαζαν, αλλά και για να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, ένιωθαν την πλήρη ευτυχία. Μιλούσαν ατελείωτες ώρες κάνοντας βόλτες στους δρόμους της πόλης. Διασκέδαζαν στο έπακρο, όταν έβγαιναν το βράδυ για ποτό. Γελούσαν πολύ δυνατά, όταν ο ένας πείραζε τον άλλον. Ασκούσαν μαζί πολλά από τα χόμπι τους, όπως το να τρέχουν, να διαβάζουν και να παρακολουθούν κινηματογράφο. Συζητούσαν για τα πάντα, ακόμα και για πράγματα που συνέβαιναν στους φίλους τους και που δεν τους αφορούσαν. Σχεδίαζαν ποια θα ήταν η επόμενη φάρσα που θα σκάρωναν σε κάποιον γνωστό τους….
Ο χειμώνας περνούσε, ερχόταν η άνοιξη, έπειτα καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο. Κι ο Άνταμ κι η Τζέιν αποφάσισαν να πιάσουν καλύτερες δουλειές και να παντρευτούν. Κι έπειτα από τον γάμο ήρθαν και τα παιδιά που σήμαινε ότι έπρεπε να αγοράσουν μεγαλύτερο σπίτι, μήπως και δεν χώραγαν 4 άτομα στο πατρικό της Τζέιν. Κι αποφάσισαν να αγοράσουν μεγαλύτερο αυτοκίνητο, με περισσότερα κυβικά, μήπως κι έμενε στο δρόμο με τα τόσα που έπρεπε να κουβαλάνε για τα παιδιά κάθε φορά που επισκέπτονταν τους δικούς τους έξω από την πόλη. Κι αποφάσισαν να αγοράσουν…
(συνεχίζεται)

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

ΦΙΛΟΣΟΦΗΜΑΤΑ - ΘΥΜΟΣ

Αφήνουμε τον θυμό να μας παρασύρει, με αποτέλεσμα να θυμώνουμε για πράγματα τα οποία στην πραγματικότητα δεν είναι σημαντικά και δεν μας προκαλούν θυμό! Άραγε ο θυμός είναι  η έλλειψη μέσων έκφρασης; Μήπως μέσω αυτού προσπαθούμε να εκφράσουμε ένστικτα και πάθη μας;
 Έχεις παρατηρήσει ότι αναζητούμε συνεχώς στα πάντα τις αρνητικές πλευρές και αναλωνόμαστε στο να παραπονιόμαστε και να γκρινιάζουμε ακόμα και για καλά πράγματα που μας συμβαίνουν;; Μήπως αισθανόμαστε περισσότερο σημαντικοί και αγαπητοί όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα κι όταν είμαστε θυμωμένοι, ώστε να δώσουμε στον φίλο μας την ευκαιρία να βρεθεί εκεί δίπλα και να αισθανθεί κι αυτός σημαντικός βλέποντας ότι και κάποιος άλλος έχει πρόβλημα ίσως χειρότερο από το δικό του και με αυτόν τον τρόπο να αισθανθεί τυχερός και πολύτιμος για τον φίλο που του συμπαραστέκεται;;
Ας  προσπαθήσουμε, λοιπόν, να εκφραστούμε μέσα από τις θετικές πτυχές του εαυτού μας, μέσα από το συν κι όχι από το πλην. Λες τότε να γίνουμε μισητοί;; Λες τότε να προκαλέσουμε τον φθόνο των γύρω μας ; Κάποιοι θα μας πουν τρελούς, κάποιοι άλλοι ονειροπόλους και κάποιοι τρίτοι απλά ανόητους!
Η ανθρώπινη αντίδραση μπορεί να χαλιναγωγηθεί. Μπορούμε να την ελέγξουμε. Μπορούμε να απελευθερώσουμε τον θυμό, μπορούμε να εκδηλώσουμε τη χαρά, μπορούμε να γίνουμε αρνητικοί, αλλά και θετικοί! Η επιλογή ανήκει σε εμάς! Τι ευχαριστεί τον καθένα;; Θέλεις να προκαλείς τον οίκτο των γύρω σου, ώστε να ασχολούνται συνεχώς με τα προβλήματα σου και να αισθάνονται εκείνοι καλύτερα που δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια με εσένα ή προτιμάς να προκαλείς τον φθόνο των συνανθρώπων σου προβάλλοντας ένα θετικό πνεύμα που ξέρει να αντιμετωπίζει τα πάντα, ξέρει να υπομένει και να προσπαθεί και κάθε πρόβλημα το μετατρέπει σε μια απλή περιπέτεια που κάποια στιγμή θα τελειώσει;; Θες να είσαι κοινωνικοποιημένος ή θες να μείνεις στην απομόνωση, γιατί ο θετικός άνθρωπος στο τέλος μένει μόνος και όλοι τον κατηγορούν  για αδιαφορία ακόμα και για μικρά ασήμαντα πράγματα, κι αυτό πάντα το κάνουν οι μίζεροι κι αρνητικοί άνθρωποι που προσπαθούν να βρουν εξιλαστήρια θύματα και υπεύθυνους των προβλημάτων τους!
Τι σημαίνει, όμως, η λέξη θυμός; Προέρχεται από τη λέξη ‘’θύω’’ που σημαίνει ‘’εφορμώ, τρέχω ορμητικά΄΄.  Αρχικά, δήλωνε την καρδιά ως έδρα των συναισθημάτων, των κινήτρων και του φρονήματος. Στον Πλάτωνα συναντάμε τον θυμό σαν ένα από τα τρία μέρη της ψυχής, όπου αποτελεί την κινητήριο δύναμη των ευγενών συναισθημάτων, όπως της ανδρείας και του θάρρους. Το λεγόμενο θυμοειδές είναι αυτό, το οποίο τιθασεύει το επιθυμητικόν, καθώς μπροστά στις αλόγιστες επιθυμίες και στα πάθη του ανθρώπου αντιπαραβάλλει τα ευγενή συναισθήματα κι έτσι επιφέρει την ισορροπία. Από την άλλη πλευρά, συναντάμε στον Όμηρο τον θυμό ως συνώνυμο του μένους, της οργής, ως μία ακαταλόγιστη δύναμη, την οποία αδυνατούμε να κουμαντάρουμε.
Στην καθημερινότητά μας, παρατηρούμε όλο και περισσότερους ανθρώπους να συμπεριφέρονται θυμωμένα μη ελέγχοντας την οργή τους, η οποία πηγάζει από την αγανάκτηση που βιώνουμε στη μεγαλούπολη βλέποντας το φυσικό μας περιβάλλον, με το οποίο μας συνδέει ένας άρρηκτος και νοητός δεσμός, να καταστρέφεται. Αποξενωνόμαστε από το κοινωνικό σύνολο μέσω του οποίου μάθαμε να επιβιώνουμε και να αποκτάμε αξία. Αλλοτριώνεται ο χαρακτήρας μας, εφόσον αναλωνόμαστε μονάχα στην κατανάλωση υλικών αγαθών υπακούοντας στο επιθυμητικόν και εγκαταλείποντας την πνευματική μας ανύψωση. Αυτό οδηγεί στην απώλεια του χαρακτήρα μας, της ταυτότητάς μας, της ίδιας μας της υπόστασης. Γινόμαστε μονομερείς, μονοδιάστατοι, αδιάφοροι. Αφηνόμαστε στην καταστροφή, την οποία εμείς οι ίδιοι επιτείνουμε. Γινόμαστε έρμαια των παθών μας και ετεροκαθορισμένων επιθυμιών που μας επιβάλλονται αλόγιστα κι ασυνείδητα. Χάνουμε την ικανότητα της κριτικής αντιμετώπισης και της αντίδρασης. Η λήθη σαν ένα σύννεφο καλύπτει οποιαδήποτε είσοδο διαφυγής από τη μιζέρια. Νομίζουμε ότι χωρίς χρήματα, χωρίς υλικά αγαθά, δεν αξίζουμε μια θέση στην κοινωνία. Δεν αξίζουμε την ευτυχία, δεν αξίζουμε να κάνουμε άλλους ευτυχισμένους. Απογοητευόμαστε. Αφηνόμαστε. Κλεινόμαστε στον εαυτό μας και δεν ζούμε. Και τότε, έρχεται η οργή, το ξέσπασμα σε πράγματα που σε διαφορετικές συνθήκες δεν θα ξεσπούσαμε. Οργιζόμαστε, επειδή κάποιος είχε το θράσος να μας προσπεράσει γρήγορα στην εθνική όδο, γιατί απλά έχει καλύτερο αμάξι. Θυμώνουμε, επειδή στο ταχυδρομείο κάποιος αναιδής μας πήρε τη σειρά. Βγαίνουμε εκτός εαυτού, όταν κάποιος μας παίρνει τη θέση του παρκινγκ. Χάνουμε την ψυχραιμία μας, όταν κάποιος μας σπρώχνει στο τρένο για να προλάβει να μπει μέσα.
Οργιζόμαστε, λοιπόν, και θυμώνουμε με μικρά πράγματα, γιατί νιώθουμε την επιθυμία να εκτονωθούμε, να ξεσπάσουμε, να εκφράσουμε την αγανάκτησή μας για διάφορα που  μας συμβαίνουν. Μόνο που εκφραζόμαστε λάθος, ετεροχρονισμένα και σε λάθος αντικείμενα. Νιώθεις αγανάκτηση που μετουσιώνεται σε οργή; Γράψε γι’ αυτό, ζωγράφισε γι’ αυτό, τραγούδησε γι’ αυτό, συζήτησε γι’ αυτό, χόρεψε γι΄ αυτό, μαγείρεψε γι’ αυτό, φωτογράφησε γι’  αυτό, κατασκεύασε γι’  αυτό, διάβασε γι’ αυτό, παίξε γι’ αυτό, τρέξε γι’ αυτό, σκέψου γι’ αυτό … βρες τρόπο να εκφραστείς γι’  αυτό και τότε θα δεις πως θα περάσει, πως θα μείνει πίσω, σαν μια ανάμνηση απλή, ώσπου την επόμενη μέρα να οργιστείς με κάτι άλλο, γιατί πάντα θα υπάρχει κάτι νέο που θα σε φέρει σε αγανάκτηση, πάντα...γιατί η ζωή είναι γεμάτη από πάθη, μια μεγάλη αρένα με μονομάχους και άγρια θηρία. Καλείσαι να διαλέξεις, αν θα είσαι το θηρίο ή ο μονομάχος. Αλλά και πάλι αν διαλέξεις να είσαι ο μονομάχος, πρόσεξε μην γίνεις σαν το θηρίο, καθώς πολλές φορές για να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση κάνουμε το λάθος να ερχόμαστε στο ίδιο επίπεδο με τον αντίπαλο. Αυτό που οφείλεις να κάνεις είναι να διατηρείς το δικό σου επίπεδο, τη δική σου υπόσταση και να βρεις το δικό σου τρόπο για να νικήσεις το θηρίο. Ακόμα κι αν χάσεις θα είσαι νικητής, γιατί δεν θα έχεις χάσει τον εαυτό σου…