LUCEM SEQUIMUR

LUCEM SEQUIMUR
Ποιός έκρυψε το φως και πάλι απόψε;

Ένα καντήλι μοναχό του ξεψυχά,
μες στο σκοτάδι η ψυχή μου κυνηγά
ένα αχνό φως που περιμένει πάλι απόψε
κάπου κρυμμένο στου μυαλού μου τη γωνιά!

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Ο χειμώνας περνούσε κι ήρθε η άνοιξη κι έπειτα καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο! Επεισόδιο 3


Μία έντονη και συνεχής μελωδία έκανε την Τζέιν να ανασηκωθεί απότομα από τον καναπέ. Ήταν το ξυπνητήρι που βρισκόταν πάνω στην τεράστια ξύλινη βιβλιοθήκη, η οποία απλωνόταν κατά μήκος ενός από τους μακρούς τοίχους του σαλονιού καλύπτοντάς τον από πάνω έως κάτω μην αφήνοντας κανένα κενό του να αναπνέει. Κάποιες φορές η Τζέιν όντας καθισμένη στον καναπέ χάζευε για μερικά λεπτά τη γιγαντιαία αυτή βιβλιοθήκη αναρωτώμενη πόσα από όλα αυτά τα βιβλία έχουν κατορθώσει να διαβάσουν κι αν τα διάβαζαν όλα, αν πραγματικά θα κατείχαν τη γνώση όλου του κόσμου. Υπήρχαν και φορές που σκεφτόταν να την ξηλώσει τοποθετώντας στη θέση της διάσπαρτα ράφια στολισμένα με λουλούδια και διάφορα στολίδια δίνοντας μία πιο ευχάριστη αισθητική στον χώρο. Πάντα, όμως κάτι την εμπόδιζε. Ίσως η υπεροπτική φύση του ζευγαριού στο να επιδεικνύει την καλλιέργεια και το πάθος του για γνώση στους εκάστοτε επισκέπτες του!
Παραπατώντας από τη νύστα και ανασηκώνοντας τα μαλλιά της, ώστε να βλέπει μπροστά της, κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη για να σταματήσει το ξυπνητήρι. Μόλις έστριψε το κεφάλι της δεξιά στο γραφείο του Άνταμ και είδε φακέλους και χαρτιά διασκορπισμένα στο πάτωμα συνοφρυωμένη και συνάμα εκνευρισμένη περπάτησε ως εκεί για να τα μαζέψει, αλλά μόλις είδε τον Άνταμ μπρούμυτα, πεσμένο στο πάτωμα  με τα χέρια και τα πόδια σε διάσταση, έβαλε τις φωνές κι άρχισε να τον ταρακουνάει να ξυπνήσει. Αρχικά, νόμιζε ότι είχε λιποθυμήσει, αλλά μάταια προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Έπιασε διστακτικά τον σφυγμό του και δεν τον ένιωθε. Ξαναδοκίμασε πιο ήρεμα επιχειρώντας να καταλαγιάσει τον πανικό της, όταν διαπίστωσε ότι  δεν ανέπνεε!
Ο δείκτης του ρολογιού στη στενόμακρη αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου έδειχνε 21.00. Η Τζέιν στριφογυρνούσε όπως οι λεπτοδείκτες του ρολογιού μπροστά από τη διπλή ανοξείδωτη πόρτα της εντατικής έχοντας σκυμμένο το κεφάλι και φέροντας το δεξί της χέρι κάτω από το σαγόνι της αγωνιώντας και καραδοκώντας να βγει κάποιος γιατρός ώστε να τον αρπάξει και να μάθει νέα για την κατάσταση του Άνταμ. Η πόρτα άνοιξε και μια νεαρή ξανθιά νοσοκόμα βγήκε τρέχοντας. Η Τζέιν έτρεξε από πίσω της φωνάζοντάς και ρωτώντας για τον άντρα της. Η νοσοκόμα γύρισε λίγο το κεφάλι της λέγοντας στην Τζέιν με μια λεπτή φωνή που μετά βίας ακούστηκε ότι ακόμα δεν γνωρίζουν κάτι για την κατάσταση του Άνταμ. Η Τζέιν σταμάτησε να τρέχει, έμεινε για λίγο ασάλευτη μες στη μέση της αίθουσας, ώσπου τρεις νοσοκόμοι της φώναξαν να κάνει στην άκρη για να περάσει ένα φορείο που έφερε ένα τραυματισμένο νεαρό μελαχρινό παιδί για την εντατική. Τότε η Τζέιν έκανε τελείως  μηχανικά στην άκρη και ακουμπώντας με την πλάτη της στον τοίχο κάθισε κάτω και κουλουριάστηκε πιάνοντας τα γόνατα της και βάζοντας ανάμεσα στα πόδια της το κεφάλι της. Όπως συμβαίνει σε στιγμές που κοντεύουμε να χάσουμε έναν δικό μας άνθρωπο, περνούσαν από μπροστά της εικόνες από τη ζωή της με τον Άνταμ και άρχισε να αισθάνεται ενοχές για τις στιγμές που του φώναζε ότι την παραμελεί, ενώ εκείνος κόπιαζε να βγάζει χρήματα ώστε να της παρέχει τα πάντα. Αισθανόταν τύψεις που είχε περάσει από το μυαλό της να τον χωρίσει ή ακόμα και που είχε γλυκοκοιτάξει έναν νεαρό γοητευτικό άντρα που την είχε προσέξει στο δρόμο. Τότε συνειδητοποίησε πόσο σημαντικός ήταν ο άντρας της για εκείνη κι ότι οι δυσκολίες που περνούσαν ήταν μέρος της κοινής ζωής που επέλεξαν να μοιραστούν.  Ξεκίνησε να κατηγορεί τον εαυτό της για όλα τα προβλήματά τους μονολογώντας  ‘’εγώ φταίω, εγώ για όλα!’’.
Ενώ αναλογιζόταν τα λάθη της, ένιωσε ένα χέρι να της πιάνει τον ώμο. Ήταν ο γιατρός που είχε αναλάβει τον Άνταμ. Τραντάχτηκε κι ανασηκώθηκε γρήγορα με το βλέμμα να κοιτάζει προσεκτικά τα χείλη του γιατρού αναμένοντας αυτά που είχε να της πει. ‘’Πώς είναι γιατρέ ο άντρας μου, πείτε μου, σας παρακαλώ’’. Μετά βίας κατάφερε να ακουστεί η φωνή της, καθώς  πνιγόταν από τους σιωπηλούς λυγμούς της. Ο γιατρός στεκόταν εκεί με ατάραχο και σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπο, στο οποίο με το ζόρι φαινόταν καμιά φορά ένα ελαφρύ χαμόγελο πίσω από την πλούσια γκριζωπή γενειάδα που έφερε. Έβγαλε τα γυαλιά του με μια τελείως μηχανική κίνηση και κρατώντας τα με το δεξί χέρι άρχισε να της εξηγεί. ‘’Ο άντρας σας υπέστη καρδιακό επεισόδιο. Πιστεύουμε ότι ξεπέρασε τον κίνδυνο, αλλά η κατάσταση του θα σταθεροποιηθεί μέσα στις επόμενες εικοσιτέσσερις ώρες. Τότε θα μπορέσετε να τον δείτε, γι’ αυτό θα σας έλεγα να πηγαίνατε στο σπίτι σας να ξεκουραστείτε. Ούτως ή άλλως δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε άλλο, παρά μόνο υπομονή’’. Η Τζέιν ένιωσε για μια στιγμή ανακούφιση, καθώς η φωνή του γιατρού ήταν αρκετά καταπραϋντική και μειλίχια. Αποφάσισε να τον ακούσει και ξεκίνησε για το σπίτι.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

ΜΑ ΠΟΥ ΠΑΜΕ;;;


Καθημερινά διαβάζω, ακούω και βλέπω διάφορες θεωρίες εσχατολογικού περιεχομένου , οι οποίες όσο περνάει ο καιρός και όσο δυσκολεύουν οι καταστάσεις ξεπηδούν όλο και περισσότερο κατά τέτοιον τρόπο που θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι οι άνθρωποι τώρα ξεκίνησαν να ανησυχούν και να αναζητούν μανιωδώς την αληθινή αιτία όλων των δεινών τους. Έτσι, ξαφνικά μαθαίνουμε για εξωγήινες οντότητες που έχουν επισκεφτεί τη γη πολλές φορές κατά το παρελθόν και οι οποίες ετοιμάζουν θεαματική επάνοδο. Μαθαίνουμε για παγκόσμιες και αρχέγονες συνωμοσίες μεταξύ των ισχυρών της γης, οι οποίοι αποβλέπουν στο να μειώσουν τον αριθμό των ανθρώπων καθώς τους θεωρούν ασύμφορους. Μαθαίνουμε για ανεξήγητα μυστήρια τα οποία συνδέονται με θρησκοληπτικές δοξασίες. Αναμένουμε τον Αντίχριστο που θα ανακηρυχτεί ως παγκόσμιος ηγέτης, τον Μεσσία των Εβραίων, τον Δία με τους 12 θεούς… πάντως κάποιον αναμένουμε με μεγάλη αγωνία!!!Πόλεμοι στη Μέση Ανατολή, σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί!!! Όλοι μιλάνε για σημεία των καιρών, είτε θρησκόληπτοι είτε άθεοι είτε μηδενιστές. Και από την άλλη έρχεται και ο Νιμπίρου, ο λεγόμενος πλανήτης Χ το 2012, ο οποίος θα προκαλέσει μεγάλες ανακατατάξεις στη γήινη σφαίρα, αλλά ακόμα ο πλανήτης μας θα επιβιώσει, δεν ήρθε η ώρα του. Κι όλα αυτά ενώ οι Μάγιας άφησαν δύο ημερολόγια κι όχι ένα, έτσι γιατί θέλησαν να παίξουν μαζί μας!!!!!! Και πώς το βρήκαν αυτό οι Μάγιας;; Τι συστήματα είχαν;; Τι να συμβολίζουν τα διάφορα περίεργα αντικείμενα που απεικονίζονται στις ιερογλυφικές πλάκες των Αιγυπτίων, των Σουμερίων και των Βαβυλωνίων; Πώς οι άνθρωποι περασμένων χρόνων είχαν αναπτύξει υψηλότερη τεχνολογία από εμάς; Μήπως εμείς κατέχουμε ακόμα πιο εξελιγμένη τεχνολογία, αλλά οι απλοί άνθρωποι δεν έχουμε ιδέα; Μήπως έχουν φτιαχτεί ολόκληρες βάσεις στο διάστημα για να προστατεύσουν τους εκλεκτούς της γης σε περίπτωση βιβλικών καταστροφών; Κι έχουμε και τους αρχαίους Έλληνες θεούς, οι οποίοι πρόκειται να καταφτάσουν , αλλά δεν ξέρουμε τι ακριβώς θα κάνουν! Και μέσα σε όλα αυτά για τα οποία αγωνιούμε έρχεται και η κρίση που μας προκαλεί σύγχυση. Να αγωνιστούμε πιστεύοντας ότι θα αλλάξουμε την κατάσταση ή να μείνουμε στον καναπέ μας καθώς το παιχνίδι είναι στημένο και ό,τι και να κάνουμε πάει χαμένο; Και να οι καυγάδες μεταξύ φίλων και να οι ταμπέλες : αριστερός ο μεν, δεξιός ο δε, ακραίος ο επόμενος, τσιπραίος ο διπλανός, ζαμανφουτίστας ο παρακείμενος.  Εμφύλιος πόλεμος σε όλο του το μεγαλείο. Δεν κατεβαίνεις στο Σύνταγμα; Είσαι αδιάφορος και υποστηρικτής του συστήματος. Κατεβαίνεις;; Είσαι αριστερός και ταραξίας. Κατηγορείς για την κατάστασή σου τους Αμερικάνους, τους Εβραίους, τους αλλοδαπούς, τους Τούρκους, τους Σκοπιανούς, μέχρι και τους Σκανδιναβούς. Παντού θύτες και θύματα, αλλά εσύ είσαι πάντα το θύμα που περιμένει με αγωνία κάτι να συμβεί. Περιμένει και κηρύττει. Και να τα σχόλια στο Facebook  και να οι τσακωμοί στο Twitter. Τι;; Μιλάς για πατρίδα;; Είσαι φασίστας! Τι;; Υπερασπίζεσαι τους αλλόθρησκους;; Είσαι αριστερός. Αλλά, όλα κι όλα. Έχεις άποψη. Φυσικά. Έχεις άποψη να καταφέρεσαι εναντίον των πάντων και να υπερηφανεύεσαι ότι ξέρεις που πάει το πράμα κι ότι όλα είναι προμελετημένα. Έχεις άποψη να βλασφημάς τη χώρα, το κράτος, τη ζωή σου. Και τι καταλαβαίνεις; Νομίζεις ότι είσαι ξεχωριστός. Φυσικά και είσαι, αλλά όλοι είναι ξεχωριστοί. Όμως, αυτή η υπερβολική πίστη στον εαυτό σου αντί να σε κάνει να ορθοποδήσεις και να εξελιχθείς πνευματικά, να σταθείς στα πόδια σου και να δημιουργήσεις, γιατί σε κάνει να καταστρέφεις, να μένεις στάσιμος και να τρώγεσαι με τον διπλανό σου; Είσαι κι εσύ μέλος της κοινωνίας, είσαι μέλος της κατάστασης, είσαι συνυπεύθυνος, αλλά το μόνο που κάνεις είναι να ψάχνεις θύτες και να τα ρίχνεις όλα σε δαιμονικές και ανώτερες δυνάμεις. Που ζεις εσύ, αναρωτιέμαι; Στη στρατόσφαιρα; Γι’ αυτό λοιπόν, την επόμενη φορά που θα κρίνεις, να ξέρεις, ότι κρίνεσαι κι ο ίδιος για τη στάση σου και τη συμπεριφορά σου. Μήπως τελικά πρέπει να κοιτάξεις μέσα σου και να εξηγήσεις τι συμβαίνει στον εαυτό σου πρώτα; Η αλλαγή γίνεται εκ των έσω. Αν δεν συγυρίσεις το σπίτι σου πως θα συγυρίσεις μια γειτονιά; Μπορεί να νομίζεις ότι κατέχεις την αλήθεια, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αποδειχθεί, γιατί ο διπλανός σου έχει βρει μια άλλη αλήθεια και ο πιο δίπλα μια άλλη. Τελικά τι αληθεύει;;  Δεν χρειάζεται να μάθεις, απλά να ψάχνεις αναζητώντας παράλληλα και τον εαυτό σου και σεβόμενος την άποψη των άλλων. Μπορεί να αληθεύουν όλα, μπορεί να μην αληθεύει τίποτα, μπορεί να αληθεύει ένα μέρος. Κάποια στιγμή θα διαπιστώσεις ότι δεν υπάρχει αλήθεια παρά μόνο η αναζήτηση αυτής!

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ!

Η μικρή Μπρίτζετ έκλεισε τα μάτια της και είδε επιτέλους χρώμα να σκεπάζει τη γυμνή και γκρίζα πόλη της Αθήνας. Το έντονο κόκκινο, το κυανό,  το κίτρινο την έκαναν να νιώσει  ένα έντονο αίσθημα ευφορίας και ψυχικής ηρεμίας, ώσπου άνοιξε τα μάτια της και βρισκόταν ακόμα εκεί, μέσα στο Μουσείο της Ακρόπολης μπροστά από την οθόνη προβολής της ιστορίας του Παρθενώνα. Με τα μάτια πλέον ορθάνοιχτα τα πόδια της σε στάση προσοχής και τα χέρια της πλεγμένα το ένα με το άλλο, έμεινε εκεί ασάλευτη κι εκστασιασμένη για μερικά λεπτά. Ξαφνικά, αισθάνθηκε ένα χέρι πάνω στον ώμο της και μια γλυκιά κοριτσίστικη φωνή να την καλεί στην πραγματικότητα: «Ε! Μπρίτζετ! Είσαι καλά; Έπαθες κάτι;». Το νεαρό κορίτσι γύρισε προς τα πίσω με μια αργή και νωχελική κίνηση έχοντας ένα ελαφρύ μειδίαμα στο πρόσωπό της, ενώ συνάμα το βλέμμα της έκρυβε μέσα του μια απορία. Τότε αντίκρισε τη φίλη της τη Νίκη, ένα γλυκό και μικροκαμωμένο κορίτσι με μεγάλα μπλε μάτια γεμάτα ήλιο και σγουρά μαύρα μαλλιά ως τη μέση και τα οποία ακολουθούσαν κάθε της κίνηση ανεμίζοντας στον αέρα.
Τα δύο κορίτσια γνωρίστηκαν μέσα από μία ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης και συνομιλούσαν για μήνες. Όλα ξεκίνησαν από ένα βίντεο σχετικά με την Αρχαία Αθήνα, το οποίο είχε αναρτήσει η Νίκη στη σελίδα της. Η Μπρίτζετ φοιτώντας σε ένα νέο αυταρχικό ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου, όπου δεν τη συγκινούσε τίποτα περισσότερο από το μάθημα της ιστορίας, ενθουσιαζόταν στο έπακρο με την αρχαία ιστορία κι ιδιαίτερα με την αρχαία ελληνική ιστορία. Γι’ αυτό το λόγο άρχισε να κάνει έρευνα στο διαδίκτυο, να μαζεύει φωτογραφίες και βίντεο σχετικά με την Αρχαία Ελλάδα. Αμέσως όταν είδε το βίντεο της Νίκης, το σχολίασε κι από εκεί και πέρα τα δύο κορίτσια μετά από πολλά σχόλια έγιναν φίλες.
Πριν κλείσει το σχολείο της Μπρίτζετ για τις διακοπές των Χριστουγέννων,  η καθηγήτρια της ιστορίας θέλησε να της δώσει ένα κίνητρο, ώστε να έρθει πιο κοντά με τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης της και να προσαρμοστεί στο νέο σχολικό περιβάλλον, στο οποίο αναγκάστηκε να μεταβεί μετά το διαζύγιο των γονιών της και τις συνεχείς υποχρεώσεις που είχε ο πατέρας της στο Λονδίνο λόγω της εργασίας του. Έτσι, η κα Ρόμπινσον, ανέθεσε στη μικρή μαθήτρια να κάνει μια εργασία σχετικά με την ιστορία της Ακρόπολης της Αθήνας και μάλιστα να την παρουσιάσει ενώπιον όλης της τάξης. Η Μπρίτζετ αμέσως ενθουσιάστηκε με την ιδέα και κινητοποιήθηκε, όχι τόσο για να αποδείξει στην καθηγήτριά της και στους συμμαθητές της την ικανότητα της, αλλά όσο, γιατί το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό της ήταν να επισκεφτεί την φίλη της τη Νίκη στην Αθήνα που θα την ξεναγούσε στους θησαυρούς της Ακρόπολης! Ήταν σίγουρη πως ο πατέρας της δεν θα της χάλαγε το χατίρι, καθώς προσπαθούσε συνεχώς να την έχει ικανοποιημένη, λόγω των ενοχών που ένιωθε για το διαζύγιό του, αλλά και λόγω του ότι την ανάγκασε να ζει στην πόλη του Λονδίνου, μακριά από τις παλιές της φίλες και τη μητέρα της. Έτσι, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία.
Το επόμενο κιόλας πρωινό ανακοίνωσε στον πατέρα της την επιθυμία της να επισκεφτεί την Αθήνα. Εκείνος απορροφημένος στην εφημερίδα του, φορώντας τα μεγάλα τετράγωνα με μαύρο σκελετό γυαλιά του, μόλις θα έπινε λίγο από το ζεματιστό τσάι που είχε ετοιμάσει η οικιακή βοηθός, όταν άκουσε τη μικρή κόρη του να λέει: «Πώς θα σου φαινότανε αν τα Χριστούγεννα επισκεπτόμουνα τη φίλη μου τη Νίκη στην Αθήνα; Θέλω τόσο πολύ να τη δω!». Ο πατέρας παραξενεύτηκε κι άφησε γρήγορα πάνω στο τραπέζι την κούπα του. Κατέβασε το βλέμμα του και βγάζοντας τα γυαλιά του στάθηκε λίγο, σκέφτηκε, κι έπειτα σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε την Μπρίτζετ. «Ωραία τα λες, δεν λέω, αλλά την κοπέλα την ρώτησες; Μπορεί οι γονείς της να αδυνατούν να σε φιλοξενήσουν. Κι έπειτα, δεν τους γνωρίζεις καν. Είσαι μόλις δεκατεσσάρων χρονών και δεν μπορείς να ταξιδέψεις μόνη σου.». Η Μπρίτζετ εξοργίστηκε, γιατί σκέφτηκε πως από τότε που χώρισαν οι γονείς της ουσιαστικά ήταν μόνη της, οπότε έμαθε να φροντίζει τον εαυτό της και να προσέχει τις κακοτοπιές κι έτσι απάντησε στον πατέρα της: « Πατέρα, δεν με ρώτησε ποτέ κανείς, αν ήθελα να χωρίσεις με τη μητέρα, αν ήθελα να μείνω στο Λονδίνο, αν ήθελα να αλλάξω σχολείο, αν ήθελα να χάσω όλες τις φίλες και τους φίλους μου! Ποτέ! Ποτέ δεν έφερα αντίρρηση σε ότι μου ζητήσατε να κάνω. Γι’  αυτό τώρα ζητάω αυτή τη χάρη και θα το θεωρούσα πραγματικά άδικο, αν δεν εκπληρωνόταν. Προτιμώ να μην μου ψωνίσεις για ένα μήνα παρά να με εμποδίσεις να πάω στην Αθήνα. Ούτως ή άλλως, η κυρία Ρόμπινσον μου έχει αναθέσει μια εργασία για την Ακρόπολη, οπότε είναι κι ερευνητικός ο λόγος της επίσκεψής μου. Όσον αφορά τη Νίκη, είμαι σίγουρη ότι θα χαρεί πολύ κι ότι δεν θα υπάρχει πρόβλημα να με φιλοξενήσουν. Δεν λέγεται ότι οι Έλληνες φημίζονται για τη φιλοξενία τους; Τυχαία νομίζεις προσονόμασαν τον Δία ως ‘’ξένιο;». Ο πατέρας έμεινε έκπληκτος με τη λογική και την πειθώ της κόρης του και μάλιστα χαμογέλασε στα κρυφά, καθώς μέσα του αισθανόταν περήφανος για εκείνη. Παρ’ όλα αυτά, μην θέλοντας να χάσει τον έλεγχο της κατάστασης τής είπε: «Αν και θα ήθελα να περάσουμε μαζί την περίοδο των γιορτών, συμφωνώ να πας, αφού το επιθυμείς τόσο πολύ, αρκεί να μιλήσω εγώ με τους γονείς του κοριτσιού και να με παίρνεις καθημερινά τηλέφωνο». Η μικρή μετά από τόσο καιρό αναπήδησε από τη χαρά της κι έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα της. Εκείνος, σαστισμένος, αλλά συνάμα χαρούμενος, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μέτωπο.

Η Νίκη πήρε από το χέρι την μικρή Μπρίτζετ και με γρήγορο βήμα γλίστρησαν ανάμεσα σε μια ομάδα από Γερμανούς τουρίστες που περνούσαν την πόρτα στα αριστερά της αίθουσας προβολών για να βγουν στον χώρο περιμετρικά του ορθογώνιου πυρήνα της αίθουσας, όπου βρίσκονταν ενσωματωμένα η ζωοφόρος του Παρθενώνα, οι μετώπες και οι μορφές των δύο αετωμάτων του ναού. Η Μπρίτζετ έμεινε έκθαμβη με τον τρόπο με τον οποίο είχαν σχεδιάσει τον χώρο, αλλά και με τα γλυπτά, τα οποία αν και είχαν επάνω τους έντονα τα σημάδια του χρόνου και της φθοράς, ωστόσο δεν έχαναν τίποτα από το μεγαλείο και τη μαγεία τους. Συνειδητοποιώντας το γεγονός ότι βρισκόταν εκεί μπροστά σε έργα τέχνης που φιλοτεχνήθηκαν αιώνες πριν, ένιωσε το κορμί της να ανατριχιάζει κι ένα αίσθημα δέους την έκανε να αρχίσει να τρέμει. Η Νίκη είχε επισκεφτεί πολλές φορές το Μουσείο, αλλά ομολόγησε στην Μπρίτζετ ότι ποτέ δεν έμεινε τόσο πολύ μπροστά από αυτά τα γλυπτά για να καταλάβει το μεγαλείο τους, γιατί καμία από τις φίλες της και συμμαθήτριές της δεν συγκινούταν. Πίστευαν ότι θα έμεναν τα γλυπτά πάντα εκεί κι ότι θα υπήρξε χρόνος στο μέλλον να τα επισκεφτούν και να τα δουν καλύτερα. Προσωρινά το μόνο που τις απασχολούσε ήταν ποιο νέο τραγούδι κυκλοφόρησε ο αγαπημένος τους τραγουδιστής και τι καινούργια ρούχα θα φορούσαν ή το τι βαθμό θα έπαιρναν στο σχολείο για να περάσουν την τάξη! Άραγε οι σύγχρονοι νέοι της εποχής του Περικλή ατένιζαν με τόσο θαυμασμό τα γλυπτά αυτά αριστουργήματα ή τα θεωρούσαν σαν κάτι δεδομένο και σαν κάτι σύνηθες, όπως θεωρούμε εμείς σήμερα τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τα κινητά τηλέφωνα και τα γρήγορα αμάξια; Μήπως ότι βρίσκεται εκτός της εποχής μας, του τόπου μας και της καθημερινότητάς μας το αντιλαμβανόμαστε ως θαυμαστό επειδή είναι ξένο; Όλα αυτά σκεφτόταν η Μπρίτζετ καθώς προχωρούσε αργά με το κεφάλι πάντα ψηλά και το βλέμμα καρφωμένο στις γλυπτές μορφές της ζωφόρου και των μετοπών, προσπαθώντας να εξηγήσει λογικά τον άκρατο ενθουσιασμό της γι’ αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια της. Για ένα λεπτό κοντοστάθηκε και κοίταξε δύο μορφές ανθρώπων που φαίνονταν να συζητούν και να οδηγούν ένα βόδι. Τότε η Μπρίτζετ ρώτησε την Νίκη «Νίκη, για πες μου. Τι παρίστανε η ζωφόρος; Βλέπω πολλές μορφές ανθρώπων και ζώων να περπατάνε, αλλά δεν καταλαβαίνω». Η Νίκη χαμογέλασε και παίρνοντας το ύφος που έπαιρνε κάθε φορά η δασκάλα της ιστορίας όταν επισκέπτονταν το Μουσείο,  τέντωσε το κορμί της και περήφανη, έστω και για λίγο, για την ιστορία της απάντησε στη νεαρή φίλη της «Μπρίτζετ μου, η ζωφόρος, δεν αποτελεί από μόνη της ένα εκπληκτικό μυστήριο. Για να καταλάβεις τι απεικονίζει, χρειάζεται να σε μεταφέρω πίσω σε εκείνα τα χρόνια που ανεγέρθη ο ναός του Παρθενώνα κι άλλα σημαντικά οικοδομήματα της Ακρόπολης. Βλέπεις, η ζωφόρος αποτελεί ένα κομμάτι από ένα ιστορικό πάζλ, όπως και όλα μαζί τα γλυπτά του Παρθενώνα. Είναι σαν να έχεις ένα κουτί και κάθε φορά που το ανοίγεις να εμφανίζεται ένα νέο κουτί κι αυτό να συνεχίζεται διαρκώς, όπως ακριβώς συμβαίνει με την ιστορία. Τι γίνεται όμως όταν λείπουν κομμάτια του πάζλ; Τι γίνεται όταν ανοίγοντας ένα νέο κουτί δεν βρίσκεις το άλλο που θα σε οδηγήσει στη συνέχεια;». Η Μπρίτζετ γέλασε με το ύφος της Νίκης, καθώς την είχε συνηθίσει να είναι χαμογελαστή, ανέμελη και περιπαικτική. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί το επίσημο ύφος της φίλης της. Εντούτοις, της κίνησε το ενδιαφέρον να ενημερωθεί για την ιστορία της Ακρόπολης από μία Ελληνίδα, αφού ομολογουμένως στο σχολείο της δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ εξειδικευμένα με το θέμα και μιας και είχε αναλάβει σχετική εργασία, αποφάσισε να μπει για τα καλά στον ρόλο της μαθητευόμενης. Έτσι, με μια γρήγορη κίνηση, έβγαλε μέσα από την μικρή ροζ τσαντούλα της ένα σημειωματάριο στο οποίο ξεκίνησε να καταγράφει τις πληροφορίες που τις έδινε η Νίκη ακολουθώντας την από πίσω. «Δώσε βάση στην ιστορία μου, Μπρίτζετ, γιατί δεν θα την ακούσεις από πουθενά αλλού καλύτερα». Η μικρή Αγγλίδα πιάνοντας αλογοουρά τα κατάξανθα και ολόισια μαλλιά της έπιασε το στυλό της και άρχισε να γράφει. «Μουσείο Ακρόπολης / 23 Δεκεμβρίου 2010/ Η ιστορία του Παρθενώνα από το στόμα της Νίκης».
«Η ιστορία της Ακρόπολης βρίσκεται πολύ πιο πίσω από την ανέγερση του Παρθενώνα, καθώς κατοικούταν από τα Παλαιολιθικά και Νεολιθικά χρόνια, σύμφωνα με ίχνη κεραμικής που έχουν βρεθεί. Στα μυκηναϊκά χρόνια υπήρχε ένα μέγαρο, δηλαδή, ένα παλάτι, μεταξύ του Ερέχθειου και του Παρθενώνα, όπως και κυκλώπεια τείχη, που ονομάστηκαν έτσι συνδεόμενα με τους μυθικούς Κύκλωπες λόγω των μεγάλων και ογκωδών λίθων που χρησιμοποιήθηκαν. Κατά τα ιστορικά χρόνια και συγκεκριμένα τον 8ο αιώνα π. Χ κατασκευάστηκε ο ναός της Αθηνάς Πολιάδος εκεί όπου βρισκόταν και το μυκηναϊκό μέγαρο, όπως σου είπα. Όμως, στα μέσα του 6ου αιώνα π. Χ στο ίδιο σημείο δημιουργείται ένας μεγαλύτερων διαστάσεων ναός, ο οποίος ονομάζεται ως ‘αρχαίος νεώς’. Πριν τα μέσα του 6ου αιώνα, νοτιότερα από τον αρχαίο νεώ, κατασκευάζεται ένας ‘εκατόμπεδος νεώς’ αφιερωμένος στην Αθηνά Παλλάδα κι όχι στην Αθηνά Πολιάδα, όπως ο προηγούμενος. Μάλιστα, περίπου την ίδια εποχή κατασκεύασαν και το Ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδας πίσω από τα Προπύλαια, που αποτελούσαν την είσοδο στην Ακρόπολη και τα οποία ξεκίνησαν να ανεγείρονται προς το τέλος του 6ου αιώνα π. Χ. Παράλληλα, κτίστηκαν και κάποια μικρά οικήματα, τα οποία χρησίμευαν ως ‘θησαυροί’, δηλαδή ως χώροι, όπου φύλαγαν θησαυρούς, αφιερώματα, κι άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Σε ζάλισα με τα κτίσματα και τις χρονολογίες ε;» Γύρισε να δει τη μικρή φίλη της, της οποίας το χέρι είχε βγάλει σπίθες από την ταχύτητα με την οποία έγραφε. Την πλησίασε σιγά σιγά και της τράβηξε την κατάξανθη αλογοουρά της για να της κινήσει την προσοχή. Η Μπρίτζετ ξαφνιάστηκε κι άρχισε να την κυνηγάει γύρω από το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα. Η Νίκη που φημιζόταν ανάμεσα στους φίλους της  για την ταχύτητά της στο κυνηγητό, της ξέφυγε και χάθηκε μέσα σε μια ομάδα από Άγγλους τουρίστες. Η Μπρίτζετ κοντοστάθηκε ανάμεσά τους και παρατήρησε μια ψιλόλιγνη μελαχρινή γυναίκα, γύρω στα σαράντα,  με ηλιοκαμένο γεμάτο φακίδες πρόσωπο και μάτια κατάμαυρα και σπινθηροβόλα, να προσπαθεί να κατατοπίσει την ομάδα της για το σημείο στο οποίο βρίσκονταν κάνοντας συνεχώς χειρονομίες με τα χέρια, αλλά και παράλληλα χαμογελώντας προσπαθώντας να κρατηθεί ψύχραιμη και να κάνει τη δουλειά της όσο καλύτερα μπορούσε. Η Μπρίτζετ σκέφτηκε ότι κάπως έτσι θα έμοιαζε η θεά Αθηνά που αγέρωχη και δυνατή έστεκε άγρυπνος φρουρός  μέσα από τον ναό του Παρθενώνα στην πόλη της Αθήνας. Αφού η ξεναγός συγκέντρωσε όλη την ομάδα της, ξεκίνησε να διηγείται για το πώς κατασκευάστηκε ο ναός της Παρθένου Αθηνάς: «Μετά τη μάχη του Μαραθώνα, το 490 π. Χ, οι Αθηναίοι έκτισαν έναν ναό κάτω από τον μεταγενέστερο Παρθενώνα, γνωστό ως ‘Εκατόμπεδο’. Δυστυχώς, η επίθεση των Περσών στην πόλη των Αθηνών το 480 π. Χ είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν πολλά μνημεία της Ακρόπολης, σχεδόν όλα! Μετά την αποχώρηση των Περσών και τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα λέγεται ότι ανατέθηκε στον Κίμωνα να ανεγείρει τον Παρθενώνα. Όμως, ο θάνατος του Κίμωνα το 450 στο Κίτιο της Κύπρου ανέστειλε τις εργασίες της οικοδόμησης».
Ξαφνικά η Μπρίτζετ κοίταξε δεξιά της και αντίκρισε την Νίκη, η οποία είχε μείνει κι εκείνη επίσης αποσβολωμένη και συνεπαρμένη με την ιστορία της ξεναγού. Την πλησίασε αργά, ώστε να μην κινήσει τα βλέμματα. Όταν στάθηκε δίπλα της, η Νίκη της ομολόγησε « Αυτό είναι το καλύτερο μέρος της ιστορίας μας, Μπρίτζετ, η οικοδόμηση του Παρθενώνα» και μετά αναφώνησε «Αχ, τι δεν θα έδινα να ζούσα σε εκείνον τον χρυσό αιώνα του Περικλή! Τα φαντάζομαι, Μπρίτζετ, όλα, τόσο λαμπερά και χαρούμενα!». Στο πρόσωπο της εκείνη τη στιγμή μπορούσες να διακρίνεις μια λάμψη, ίδια με εκείνη τη λάμψη του χρυσού αιώνα που αγαπούσε τόσο πολύ! «Μία πόλη γεμάτη από ζωή, από ανθρώπους που διψούν για μάθηση και για να εκφράσουν ελεύθερα τη γνώμη τους!», συνέχισε «Εκεί όπου το να πηγαίνεις σχολείο, δεν θεωρείτο αγγαρεία, αλλά ευχαρίστηση! Εκεί όπου τα παιδιά έπαιζαν ελεύθερα και φρόντιζαν όχι μόνο να είναι καλοί μαθητές, αλλά και να έχουν σώμα υγιές. Εκεί όπου η μουσική ήταν απαραίτητη για την ψυχική ισορροπία κι όχι απλά ένας τρόπος ψυχαγωγίας! Εκεί όπου οι άνθρωποι περπατούσαν στους δρόμους για ώρες συζητώντας και φιλοσοφώντας. Εκεί όπου η τέχνη αποτελούσε τρόπο ζωής κι όχι μόνο ενασχόληση των αργόσχολων πλουσίων. Ξέρεις, ακόμα και οι δούλοι ένιωθαν ότι αποτελούσαν μέρος αυτής της κοινωνίας και της οικογένειας στην οποία ζούσαν κι αισθάνονταν ελεύθεροι, αν και δούλοι! Τώρα τίποτα δεν ζούμε Μπρίτζετ, όπως λένε και οι γονείς μου. Όλα έχουν εμπορευματοποιηθεί, η τέχνη έχει δώσει τη θέση της στην τεχνολογία και αυτό που κυριαρχεί είναι αποξένωση και σε καμία περίπτωση συναναστροφή με τους διπλανούς μας. Μόνο η ύλη μας νοιάζει και η καλοπέραση». Η Μπρίτζετ θαύμαζε τον τρόπο με τον οποίο η Νίκη περιέγραφε την κατάσταση και έμεινε να την χαζεύει εωσότου τελείωσε το παραλήρημά της! Τότε ακούστηκε από το βάθος μία φωνή να παρακαλεί για ησυχία. Η Νίκη κρυφογέλασε κοιτώντας τη φίλη της και άρχισαν πάλι να παρακολουθούν την ξεναγό.
« Η ηγεμονική πολιτική της Αθήνας, την οποία απέκτησε μέσα από συμφωνίες με τους συμμάχους και με τη μεταφορά του συμμαχικού ταμείου στη Δήλο, αλλά και η εκμετάλλευση των ορυχείων αργύρου του Λαυρίου σε συνδυασμό με την πολιτική διαχείριση των πραγμάτων από τον Περικλή, οδήγησαν τον τελευταίο στο να συνεχίσει αυτό που ο Κίμωνας είχε αφήσει, την οικοδόμηση του Παρθενώνα. Ο ναός τώρα θα αφιερωνόταν στην Παρθένο Αθηνά που υπερασπιζόταν πλέον τα υλικά και ηθικά αγαθά. Έτσι, το 447 π. Χ ξεκίνησε το οικοδομικό πρόγραμμα, το οποίο τερματίστηκε το 438 π. Χ στη γιορτή των Παναθηναίων. Αρχιτέκτονες ήταν ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης, ενώ ο Φειδίας ανέλαβε τη διακόσμηση του ναού και την επίβλεψη των εργασιών». Η Μπρίτζετ άφησε τον εαυτό της ελεύθερο κι  ένιωσε για λίγο ότι βρισκόταν εκτός τόπου και χρόνου κι ότι είχε μεταφερθεί η ίδια σε εκείνη την περίλαμπρη περίοδο, και συγκεκριμένα στα εγκαίνια του ναού κατά τη γιορτή των Παναθηναίων.