LUCEM SEQUIMUR

LUCEM SEQUIMUR
Ποιός έκρυψε το φως και πάλι απόψε;

Ένα καντήλι μοναχό του ξεψυχά,
μες στο σκοτάδι η ψυχή μου κυνηγά
ένα αχνό φως που περιμένει πάλι απόψε
κάπου κρυμμένο στου μυαλού μου τη γωνιά!

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΡΕΜΙΞ


Ο Βασίλης έσπρωξε βιαστικά την τεράστια δρύινη πόρτα της πολυκατοικίας κοπιάζοντας να μπει μέσα γρήγορα αποφεύγοντας τις βίαιες σταγόνες βροχής που εκτόξευε ο αέρας κατά  πάνω του. Κρατώντας στο δεξί του χέρι τέσσερις σακούλες με ψώνια ενώ πάλευε να κρατήσει στην ευθεία με το αριστερό του χέρι την ομπρέλα την οποία έπαιρνε ο αέρας προς τα πίσω, κατάφερε να βγάλει με τα χίλια ζόρια την αρμαθιά των κλειδιών από τη δεξιά του τσέπη και παρατώντας τη μάχη με την ομπρέλα επικεντρώθηκε στο να ανοίξει την πόρτα.
Αφού εισήλθε μετά κόπων και βασάνων πέταξε την ομπρέλα κι άφησε κάτω τα ψώνια αγνοώντας τα αυγά που του είχε παραγγείλει η γυναίκα του για να φτιάξει το αγαπημένο γλυκό των παιδιών. Τώρα στεκόταν ακίνητος και παράλληλα βρεγμένος από την κορυφή έως τα νύχια. Μουρμούρισε για το ‘’αδιάβροχο’’ μπουφάν που εννοείται ότι ακριβοπλήρωσε για να τον κρατάει ζεστό και να τον προστατεύει από την βροχή, καθώς και για τα επώνυμα παπούτσια, τα οποία είχε ψάξει σε όλη την Αθήνα για να τα πάρει στην πιο συμφέρουσα τιμή, μόλις 280 ευρώ από 550. Κι αυτό πριν από τρία χρόνια, καθότι, οι καιροί πλέον ήταν δύσκολοι για τέτοια ανοίγματα και ιδίως μετά την αγορά ενός νέου σπιτιού (κι εννοείται υπό την δανειακή επισκίαση), την αγορά ενός μεγαλύτερου αυτοκινήτου, εφόσον τα μέλη της οικογενείας πολλαπλασιάστηκαν, και μετά την απόλυση της συζύγου του από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Για να μην πούμε για τα καταναλωτικά δάνεια που είχαν πάρει ώστε να μην τους λείψει τίποτα, τρομάρα τους! Έμεινε λίγο να κοιτάζει τα επώνυμα παπούτσια, ώσπου το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν η γυναίκα του. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βιαστεί να ανέβει στο σπίτι, καθώς εκείνη περίμενε εναγωνίως να φτιάξει το γλυκό για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. ‘’Αυτά μας μάραναν’’, ψιθύρισε ξινίζοντας το πρόσωπό του κατευθυνόμενος προς το γραμματοκιβώτιο. ‘’Για να δούμε, λοιπόν, τι μας άφησε ο Αϊ Βασίλης’’. Το γραμματοκιβώτιο ξέβρασε πλήθος επιστολών και λογαριασμών προτού καλά καλά το ανοίξει, όπως η θάλασσα ξεβράζει σκουπίδια απ’ την απέναντι ακτή! Μάταια ο Βασίλης προσπάθησε να σώσει την απότομη πτώση τους επί του δαπέδου, το οποίο μόλις είχε σφουγγαριστεί όπως αντιλήφθηκε από τα ίχνη νερού και την ευωδιά του φτηνού απορρυπαντικού που αναδυόταν σε όλη της το μεγαλείο έως και τον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας. Φυσικά, έτσι φορτωμένος που ήταν, αδυνατούσε να περισώσει τις ‘’βαρυσήμαντες’’ αυτές επιστολές. Άφησε τα πράγματα καταγής για ακόμη μια φορά και με μια αργή κίνηση έσκυψε να τις μαζέψει. ‘’Για να δούμε, λοιπόν: ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, τράπεζα ένα, τράπεζα δύο, τράπεζα τρία’’, σε αυτό το σημείο χαμογέλασε με το πλήθος των τραπεζών με τις οποίες είχε παρτίδες. ‘’Α, να και η τέσσερα’’ είπε αυτοσαρκαζόμενος πάντα, όπως συνήθιζε να κάνει προσποιούμενος ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Αραιά και που ξεπρόβαλε και καμιά χριστουγεννιάτικη ευχετήρια κάρτα, όπως από τον δήμαρχο της περιοχής στην οποία αναγραφόταν το εξής: Ευχαριστούμε για τη διαρκή σας στήριξή. Ο δήμαρχος σας εύχεται χρόνια πολλά! Πιο κάτω συνάντησε κι άλλη ευχετήρια κάρτα, αυτή τη φορά από ασφαλιστική εταιρεία: Η εταιρεία μας και το προσωπικό της σας εύχεται     ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και ΥΓΕΙΑ. ‘’Ε, βέβαια! Εσάς δεν σας συμφέρει να ψοφήσουμε και να μας πληρώνετε, οπότε κάθε μέρα να μας ανάβετε κι ένα κεράκι, καραγκιόζηδες’’ αναφώνησε με ξινισμένο πρόσωπο και με μία φωνή γεμάτη αγανάκτηση. Ενώ συνέχιζε την απαρίθμηση των επιστολών άκουσε τον ανελκυστήρα να τίθεται σε λειτουργία. Μάζεψε γρήγορα τα πράματα από το δάπεδο, φόρτωσε κάτω από τη μασχάλη του την αλληλογραφία κι όπου φύγει, φύγει! Ανέβηκε με ταχύτατες και μεγάλες δρασκελιές τα σκαλοπάτια έως τον τέταρτο όροφο προκειμένου να αποφύγει τυχόν συνάντηση είτε με κάποιον γείτονα που θα μονοπωλούσε τη συζήτηση σχετικά με το ότι η πρόσοψη της πολυκατοικίας ήθελε απαραιτήτως βάψιμο και σχετικά με τον διαχειριστή της πολυκατοικίας που δεν καλεί συνέλευση για να τεθούν προς συζήτηση ‘’επίμαχα’’ θέματα, όπως το πότισμα των λουλουδιών στον μικρό κήπο της πολυκατοικίας, το βάψιμο των παρτεριών που βρίσκονται μπροστά από την πολυκατοικία, το κλείδωμα της πόρτας από τις οχτώ το βράδυ και το στόλισμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου στην είσοδο της πολυκατοικίας! Εκτός όμως, από τους αδιάκριτους και πολυλογάδες γείτονες ήθελε να αποφύγει και τον ίδιο τον διαχειριστή, καθώς είχε καθυστερήσει τα κοινόχρηστα, τα οποία είχαν καταντήσει πια εφιάλτης!
Φτάνοντας λαχανιασμένος στο πολυτελέστατο ρετιρέ του χτύπησε το κουδούνι πολλές φορές μέχρι που άνοιξε η γυναίκα του κατσουφιασμένη έχοντας πράσινο το πρόσωπο από τη μάσκα φρούτων που φορούσε (καθότι φρόντιζε πάντα την όψη της η κυρία) και με  ένα ρόζ μπουρνούζι και άσπρη πετσέτα στα μαλλιά λες κι είχε βγει μόλις από το σπα. ‘’Αμάν βρε Βασίλη, σου έχω πει να παίρνεις κλειδιά μαζί σου!’’ είπε ενοχλημένη. Εκείνος παράτησε τα πράματα και προτίμησε να μην ανταπαντήσει, αλλά να κατευθυνθεί προς το δωμάτιο του, ώστε να αλλάξει και να στεγνώσει. Η Ελένη έτρεξε γρήγορα να ανοίξει τις σακούλες και να τακτοποιήσει τα πράγματα για να φτιάξει γρήγορα τη σοκολατόπιτα των παιδιών και τα μελομακάρονα. Εκείνα έτρεξαν γρήγορα να δουν αν ο πατέρας τους είχε φέρει δώρα. Ο μικρός Στέφανος, όντας μόλις τεσσάρων χρονών, βλέποντας το μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι που του έφερε ο πατέρας του, δυσαρεστήθηκε, κατέβασε το κεφάλι κι άρχισε να κλαίει και να φωνάζει ‘’Εγώ ήθελα το Ρόμποκοπ!!!!!!!’’ Η μητέρα του προσπαθούσε να τον καθησυχάσει, ενώ η μικρή τρίχρονη Ουρανία, όντας πιο βολική, άνοιξε γρήγορα το κουτί με την κούκλα που της είχε αγοράσει, μόνο δέκα ευρώ, και ξεκίνησε να παίζει στο πάτωμα. Ο Στέφανος, όμως, δεν σταματούσε. ‘’Εγώ ήθελα το Ρόμποκοπ’’ συνέχισε χτυπώντας τα χέρια και τα πόδια του στο δάπεδο. Τότε η Ελένη φώναξε στον άντρα της ‘’Αμάν, ρε Βασίλη, σου είπα τι ήθελε ο Στέφανος! Τώρα θα κλαίει συνέχεια!’’. Ο Βασίλης δεν μπορούσε να μην απαντήσει έχοντας φορέσει πλέον στεγνά ρούχα ‘’Εσύ φταις που τον έχεις κακομάθει. Τώρα έχουμε κρίση. Δεν μπορεί να θέλει να έχει ό,τι θέλει. Πρέπει να μάθει και στα λίγα, όπως η μικρή’’. Η Ελένη σουφρώνοντας τα χείλη αντιμίλησε ‘’Ε, βέβαια, πάντα εγώ τα κακομαθαίνω, εσύ νομίζεις δεν έχεις ρόλο που από τότε που γεννήθηκε όλο τα καλύτερα και τα πιο ακριβά του αγόραζες, ενώ τη μικρή την είχες πάντα ριγμένη’’. ‘’Εκείνη, βέβαια, είδες Ελένη μου ότι αρκείται με τα λίγα. Καλά έκανα και την έριξα, γιατί τώρα είναι ικανοποιημένη με τα λίγα. Και τέλος πάντων, τι θες να κάνω;; Δεν στα πήρα όλα;; Και υλικά για γλυκά, και για το τραπέζι που θα κάνουμε στους γονείς μας, και στολίδια και τα πάντα. Για δες λίγο τις επιστολές που μας περιμένουν εκεί πάνω στο τραπέζι για να καταλάβεις!’’ Η Ελένη όντας πνεύμα αντιρρησίας και μην αφήνοντας να πέσει τίποτα κάτω απάντησε ‘’Σιγά ρε Βασίλη, πέντε ευρώ παραπάνω θα έδινες για το Ρόμποκοπ του παιδιού! Έξοδα πολλά!’’ γούρλωσε τα μάτια της ειρωνευόμενη.  Κι εκείνος δεν δίστασε ‘’Άκου, Ελενάκι… Όταν εσύ έβαζες τις μασκούλες σου, εγώ βολόδερνα έξω στη βροχή για να πάρω ό,τι μου ζήτησες και να σας ικανοποιήσω όλους!’’ τότε δείχνοντας τα σαπισμένα παπούτσια του είπε ‘’Κοίτα πως κυκλοφορώ για να μην σας λείψει τίποτα! Ξυπόλητος σε λίγο θα είμαι για να σας έχω όλους ευχαριστημένους! Άσε μας ρε Ελενάκι΄΄. Η σύζυγος αποφάσισε να μην απαντήσει, καθώς δεν θα τελείωνε ποτέ η συζήτηση και έπρεπε να φτιάξει τα γλυκά. Η ώρα ήταν δύο το μεσημέρι κι έπρεπε να είναι όλα έτοιμα μέχρι την επόμενη μέρα που θα είχαν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι στους γονείς τους. Η αλήθεια είναι ότι αισθανόταν άσχημα που δεν δούλευε πλέον ώστε να βοηθάει κι εκείνη στα οικονομικά του σπιτιού, αλλά δεν ήταν δικό της φταίξιμο, παρά μόνο της χιλιοειπωμένης ‘’οικονομικής κρίσης’’. Παρά ταύτα, δεν μπορούσε να αλλάξει τις συνήθειές της σε ό,τι αφορούσε  τα λούσα της, τη διασκέδασή της και την ικανοποίηση των παιδιών της.
Πέντε το απόγευμα και ο Βασίλης προσπαθούσε μάταια να χαλαρώσει ξαπλωμένος στον πενταθέσιο καναπέ του σαλονιού, τον οποίο είχαν αγοράσει σε προσφορά πρόσφατα από επώνυμο μαγαζί και για τον οποίο επίσης είχε βάλει δόσεις. Από τη μία επιχειρούσε να χαλαρώσει κλείνοντας τα μάτια κι ακούγοντας τον αγαπημένο του ραδιοφωνικό σταθμό. Από την άλλη, τα έβαζε με τον εαυτό του που επέμενε να χρεωθεί κι άλλο για να αγοράσει το συγκεκριμένο καναπέ που τόσο πολύ του άρεσε. Στριφογυρνούσε συνεχώς, ώσπου έπεσε καταγής κι άρχισε να βλασφημά. Τότε αποφάσισε να ανοίξει την τεράστια πλάσμα τηλεόραση την οποία ευτυχώς είχε ξεπληρώσει. Ενώ είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην δει αυτές τις μέρες ειδήσεις, με όλα αυτά που του συνέβαιναν δεν πίστευε ότι μπορούσε να γίνει χειρότερη η ψυχολογική του κατάσταση. Έτσι, ξεκίνησε το ζάπινγκ. Όπως είναι φυσικό έπεσε σε ειδήσεις, οι οποίες τι άλλο έκαναν από το να αναγγέλλουν νέα φορολογικά μέτρα και νέες μειώσεις μισθών με την προσέλευση της νέας χρονιάς. Δεν άντεξε. Άρχισε να εκσφενδονίζει βωμολοχίες, ώσπου τον έπιασε τρέμουλο, αναψοκοκκίνισε και με την παρακίνηση της Ελένης που του φώναζε από την κουζίνα να αλλάξει κανάλι έπεσε σε κοσμικές ειδήσεις. Ξέφρενα πάρτι στην Αράχοβα και στο Πήλιο. Βούλιαξαν τα χιονοδρομικά κέντρα και τα σαλέ. Χύμα τα λουλούδια να ρίπτονται σε γνωστά κέντρα διασκέδασης εις στις κεφαλές των τραγουδιστάδων! Γυμνές φωτογραφήσεις, νέα ανερχόμενα μοντέλα με ατάκες που σε στέλνουν, αναπαραγωγή πρωινών και μεσημεριανών εκπομπών και κάπου κάπου και κάποια ενδιαφέρουσα πληροφορία. Ο Βασίλης άρχισε να αγανακτεί πάλι! Εκεί που θεωρούσε διασκεδαστικές τις συγκεκριμένες ειδήσεις, συνειδητοποίησε ότι ήταν εγκλωβισμένος σε ένα διαμέρισμα Χριστουγεννιάτικα, είχε να σκεφτεί το πώς θα ανταπεξερχόταν στα χριστουγεννιάτικα και κατοπινά έξοδα, έπρεπε να περάσει τα τυπικά οικογενειακά Χριστούγεννα με όλο το συγγενολόι, ώσπου νοστάλγησε τις μέρες της εργένικης ζωής που ξέγνοιαστος μπορούσε να πάει διακοπές με τους κολλητούς, να περάσει το χρόνο του διασκεδάζοντας με καμιά γκόμενα, να μεθύσει, να χαρτοπαίξει, να οδηγήσει με την ταχύτητα του φωτός στην Εθνική Οδό και να μην έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Νοστάλγησε το μικρό υπόγειο σπιτάκι που είχε νοικιάσει κι όπου άραζε με τους φίλους τους βλέποντας ποδόσφαιρο. Νοστάλγησε  το να πηγαίνει από μπαρ σε μπαρ και να γνωρίζει όμορφες υπάρξεις της μιας βραδιάς.  Ξαφνικά η προηγούμενη ζωή του τού φάνηκε ιδανική. ‘’Καλά είχε πει ο Άλκης να μην παντρευτώ. Καμένος! Ποτέ δεν ικανοποιείται ο άνθρωπος. Όταν έχει το ένα, του λείπει το άλλο. Όταν αποκτήσει αυτό το άλλο, θέλει το πρώτο. Τελικά τι θέλουμε;’’ Αναρωτήθηκε. Απάντηση καμία. Έκλεισε την τηλεόραση, ξάπλωσε, ώσπου τον πήρε ο ύπνος.
Μια περίεργη μελωδία που ερχόταν από την κουζίνα τον ξύπνησε. Σηκώθηκε απότομα κι άρχισε να φωνάζει στην Ελένη να σιγανώσει τη μουσική. Εκείνη δεν άκουγε, ενώ η μελωδία γινόταν όλο και πιο δυνατή. Είχε σκοτεινιάσει. Κοίταξε το ρολόι κι ήταν δώδεκα το βράδυ. ‘΄Πωπω! Με πήρε ο ύπνος, γαμώτο!’’ μουρμούρισε. ‘’Ελένη!΄΄. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Βημάτισε προς την κουζίνα μέσα στα σκοτεινά. Προσπάθησε να ανοίξει τα φώτα, αλλά δεν άναβαν. ‘’Α, τέλεια, διακοπή πάλι! Μα πώς;  Πλήρωσα το χαράτσι της ΔΕΗ, δεν το πλήρωσα;΄΄ μουρμούρισε πάλι. Από τον διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα είδε ένα φως να εκχέεται, σαν κάποιος να είχε ανάψει πολλά κεριά! Σκέφτηκε ότι θα ήταν η Ελένη. Όταν πλησίασε στην πόρτα με μεγάλη του έκπληξε συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν εκεί μέσα ένας μεγαλόσωμος άντρας με άσπρα γένεια, άσπρα μαλλιά, μεγάλη κοιλιά και κόκκινη στολή. Έμοιαζε στη φιγούρα του Άγιου Βασίλη. ‘’Ποιος είναι;’’ Ρώτησε έντρομος, αλλά κι υποψιασμένος ότι του κάνει πλάκα κάποιος φίλος του ντυμένος έτσι κι ότι όλα ήταν μια καλοστημένη φάρσα, οπότε τώρα πιο άνετος είπε ‘’Έλα, λέγε, είσαι ο… και λέγεσαι…’’ Ο μεγαλόσωμος άντρας ήταν καθισμένος στο πάτωμα κι είχε βάλει έναν δίσκο με μελομακάρονα κάτω τα οποία καταβρόχθιζε πέντε πέντε. ‘’Έλα, λέγε, ποιος είσαι;’’ Συνέχισε ο Βασίλης. Τότε ο μεγαλόσωμος άντρας τον κοίταξε και προσπάθησε να σηκωθεί με τα χίλια ζόρια ‘’Α, με συγχωρείς. Πω πω. Δεν σε άκουσα βρε Βασίλη. Βλέπεις η γυναίκα σου κάνει πεντανόστιμα μελομακάρονα. Έπεσα με τα μούτρα!’’ ‘’Ναι, το βλέπω αυτό’’, απάντησε διστακτικά  ο Βασίλης που όταν τον είδε να σηκώνεται συνειδητοποίησε ότι ήταν αρκετά μεγαλόσωμος για να είναι κάποιος φίλος του, εκτός κι αν φορούσε ξυλοπόδαρα. ‘’Προφανώς δεν με γνώρισες’’, είπε ο άντρας. ‘’Η αλήθεια είναι πως όχι’’ απάντησε ο Βασίλης που κοίταζε δειλά δειλά γύρω για να εντοπίσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο άντρας άρχισε να του λέει τότε χαμογελώντας και κινώντας τα χέρια του πάνω κάτω ‘’Ε, καλά βρε Βασίλη! Δεν την ξέρεις τη χριστουγεννιάτικη ιστορία; Με τον Σκρούτζ. Ξέρεις, εκείνη, με τα πνεύματα των Χριστουγέννων’’ . ‘’Ναι, ναι, αλλά, δεν καταλαβαίνω που κολλάει η χριστουγεννιάτικη ιστορία. Εγώ ψάχνω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου΄΄ συνέχισε ο Βασίλης δειλά δειλά. ‘’Α, πρέπει να σου εξηγήσω τώρα’’ δυσανασχέτησε ο άντρας. ‘’Να σου συστηθώ, λοιπόν, αφού δεν με αναγνωρίζεις και με πληγώνεις βαθύτατα. Είμαι το πνεύμα των Χριστουγέννων. Το πρώτο βασικά, γιατί έπονται κι άλλα δύο, όπως πολύ καλά γνωρίζεις από την ιστορία, την οποία μάλλον έχεις ξεχάσει, από τη στιγμή που έγινες κι εσύ τρομάρα σου ενήλικας κι άφησες την παιδική σου ηλικία κάπου εκεί στα ξένα…’’ είπε ο μεγαλόσωμος άνδρας, ο οποίος, βέβαια είχε μια διαρκή γλυκύτητα, η οποία εναλλασσόταν με κάποια αυστηρότητα κι απογοήτευση επειδή δεν τον αναγνώρισε ο Βασίλης. Τα ήδη ροδοκόκκινά του μάγουλα κοκκίνιζαν περισσότερο κάθε φορά που έπρεπε να του μιλήσει πιο αυστηρά. Ο Βασίλης απόρησε ‘’Μα ποιο πνεύμα των Χριστουγέννων; Ποιον Σκρουτζ; Τι λες; Αυτό είναι παραμύθι’’. Για μια ακόμη φορά το πνεύμα κοκκίνισε πάλι ‘’Κι εσείς οι μεγάλοι σίγουρα νομίζετε ότι τα παραμύθια που ακούγατε μικρά και τα οποία τώρα λέτε στα δικά σας παιδιά, είναι ψεύτικα. Χοχοχοχο! Πόσο λίγοι είστε’’ είπε το πνεύμα κοροϊδευτικά και συνέχισε ‘’Άκου Βασίλη, επειδή δεν έχω πολύ χρόνο, καθώς πλησιάζουν Χριστούγεννα και καθώς πρέπει να επισκεφτώ κι άλλους ανθρώπους της συνομοταξίας σου, άντε να σου εξηγήσω να τελειώνουμε!’’ Ο Βασίλης έκανε μια παρατήρηση ‘’Κοίτα που βιάζεται κιόλας! Πνεύμα δεν είσαι; Θα τα καταφέρεις, διαφορετικά δεν θα ήσουν πνεύμα. Εννοείται ότι είσαι παντοδύναμο! Και για ποια συνομοταξία μιλάς;’’ Το πνεύμα καυχήθηκε για λίγο ‘’Ναι, είμαι παντοδύναμο, η αλήθεια είναι, και έχω τον τρόπο μου… Αλλά στο θέμα μας. Όσον αφορά τη συνομοταξία, εννοώ όλους εσάς τους ενήλικες που έχετε καταπιαστεί με τα ανούσια θέματα κι έχετε αφήσει τα ουσιώδη: αγάπη, θαλπωρή, τρυφερότητα, αλληλεγγύη, οικογένεια, έρωτας. Έχετε ξεχάσει την παιδικότητά σας, θεωρώντας την σαν κάτι που ανήκει στο παρελθόν. Κι όντας το πνεύμα του παρελθόντος θα ήθελα να σου θυμίσω λίγο κάποια πράγματα από τότε’’ Ξάφνου ο Βασίλης κοίταξε γύρω του! Όλα είχαν αλλάξει. Βρισκόταν σε ένα μικροσκοπικό σπίτι. Ένα υποτυπώδες σαλονάκι με ένα κρεβάτι, ένα κουζινάκι και δεξιά του ένα μικρό μπάνιο που μετά βίας χώραγε ο ίδιος. Δεξιά του ήταν ένα παράθυρο από το οποίο έβλεπε το πρόσωπο του μεγαλόσωμου άνδρα, ο οποίος του είπε ‘’Όπως καταλαβαίνεις, το σπιτάκι αυτό είναι πολύ μικρό για να με χωρίσει, γι’  αυτό θα μείνω εδώ έξω’’. ‘’Κι εγώ τι θα κάνω εδώ μέσα;’’ Ρώτησε ο Βασίλης. ‘’ Περίμενε και θα δεις’’ απάντησε το πνεύμα. Σε λίγο ακούστηκαν γέλια έξω από την πόρτα, ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ο Βασίλης γεμάτος αγωνία αποφάσισε να κρυφτεί πίσω από την πόρτα, η οποία σε λίγο άνοιξε. Μπήκε πρώτος ένας άνδρας ψηλός μελαχρινός με μαλλί ίσιο ως τους ώμους. Στο πρόσωπο έφερε γυαλιά πίσω από τα οποία ξεχώριζαν τα γαλαζοπράσινα μάτια του. Φορούσε ένα σκούρο τζιν, ένα χακί παλτό και καφέ λιωμένα παπούτσια. Αναγνώρισε τον εαυτό του κι έβαλε μια δυνατή φωνή από τον φόβο του, αλλά κανείς δεν τον άκουσε. Ο νεαρός άντρας έπιασε από το χέρι τη γυναίκα που κοντοστεκόταν στην πόρτα την έβαλε μέσα κοιτώντας την έντονα κι εκείνη ανταποκρίθηκε κι έτσι μπήκε κι έκλεισαν την πόρτα. Τον εντυπωσίασε που κανείς δεν τον έβλεπε και δεν τον άκουγε. Το πνεύμα του φώναξε γελώντας έξω από το παράθυρο ‘’Μη φοβάσαι! Δεν θα δεις κάτι που δεν έχεις δει ποτέ! χαχαχα! Χαλάρωσε, είσαι πολύ σφιγμένος!’’ ‘’Ποιοι είναι αυτοί, πνεύμα;΄΄, ρώτησε. ‘’Θα δεις, θα δεις’’. Η γυναίκα ήταν ξανθιά, μικροκαμωμένη με σγουρά μακριά μαλλιά, μελιά μάτια και μια μύτη τόσο λεπτή που θα τη νόμιζες γαλλική.             Ναι, τώρα αναγνώρισε τη γυναίκα του. Ήταν τα πρώτα τους Χριστούγεννα μαζί. Είχαν γυρίσει από ένα φιλικό πάρτι. Ήταν πολύ ερωτευμένοι. Ο Βασίλης είδε τον εαυτό του να βγάζει ένα δαχτυλίδι φο μπιζού από την τσέπη του και να το δίνει στη μέλλουσα σύζυγό του λέγοντάς της ‘’Δεν έχει αξία αυτό, αλλά έχει ύψιστη αξία αυτό που νιώθω για εσένα. Πολύ θα ήθελα να περνάμε κάθε Χριστούγεννα έτσι αγκαλιασμένοι με την οικογένειά μας, ευτυχισμένοι, αγνοώντας όλα τα προβλήματα!’’ Η γυναίκα συγκινήθηκε. Δάκρυα έτρεξαν στο πρόσωπό της, τα οποία σκούπισε ο άντρας της με φιλιά.  Ο Βασίλης έσκυψε το κεφάλι του από ντροπή. Τώρα βρισκόταν έξω από το σπίτι. ‘’Της είπα ψέματα πνεύμα. Δεν την έχω ευτυχισμένη. Όλο γκρινιάζουμε ο ένας στον άλλον και το μεσημέρι ευχόμουν να είχα ακόμα την εργένικη ζωή μου πίσω!’’ ‘’Ποτέ δεν είναι αργά για να συνειδητοποιήσεις τα λάθη σου και να βελτιώσεις τη ζωή σου ώστε να είσαι ευτυχισμένος αν πραγματικά αγαπάς την οικογένειά σου!’’ ‘’Μα, τους λατρεύω’’ απάντησε συγκινημένος ο Βασίλης. Το πνεύμα προχώρησε λίγο και έχοντας πλάτη στον Βασίλη είπε ‘’Θα σε επισκεφτούν άλλα δύο πνεύματα. Το πνεύμα του παρόντος και του μέλλοντος. Έχε το νου σου. Τώρα είναι η ευκαιρία σου!’’ κι έτσι χάθηκε μες στο σκοτάδι, ενώ ο Βασίλης πίσω του έτρεχε ρωτώντας πότε θα συνέβαινε αυτό.
Ενώ έτρεχε μες στο σκοτάδι βρέθηκε σε μια πλατεία. Κάθισε να ξεκουραστεί για λίγο σε ένα παγκάκι. Έσκυψε το κεφάλι του κρατώντας το με τα δύο χέρια πάνω από τα γόνατα και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Τότε άκουσε έναν βήχα. Γύρισε το κεφάλι ελαφριά προς τα δεξιά κι είδε έναν μεσήλικα άντρα μετρίου αναστήματος με σκούρο γκρι βαμβακερό παλτό, μαύρη τραγιάσκα, μπεζ φουλάρι γύρω από το λαιμό, να ξεφυλλίζει ένα βιβλίο γρήγορα ρουφώντας αργά καπνό από μια μακριά καφέ πίπα. Το πρόσωπό του ήταν σκασμένο και τα μάτια του σκούρα μαύρα. Ο μεσήλικας άντρας χωρίς να τον κοιτάξει καθόλου του είπε. ‘’Μην περιμένεις έτσι. Χάνεις χρόνο’’. Ο Βασίλης νόμιζε ότι δεν άκουσε καλά και ρώτησε ‘’Ορίστε;’’. Τότε ο άντρας κοιτάζοντάς τον βαθιά στα μάτια επανέλαβε τη φράση και ο Βασίλης ένιωσε να τον διαπερνά κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Άρχισε να τινάζεται νευρικά και ξαφνικά βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει έξω από ένα διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας του. Ο μεσήλικας άνδρας ήταν δίπλα του ασάλευτος. Ο Βασίλης τον κοίταξε χαμογελώντας ‘’Τώρα κατάλαβα. Είσαι το δεύτερο πνεύμα ε; ‘’ Ο άντρας δεν μίλησε. ‘’Μπορώ να πω ότι το πρώτο πνεύμα ήταν πιο διασκεδαστικό. Πολύ λιγομίλητος είσαι!’’ πρόσθεσε ο Βασίλης, αλλά ο άντρας δεν μίλησε και πάλι. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα για να βγει ένας γιατρός και οι δύο άντρες κατάφεραν να μπουν μέσα. ‘’Τι είναι εδώ πνεύμα; Θα μου πεις τουλάχιστον; Είμαστε στην πολυκατοικία μου, αλλά δεν ξέρω ποιος μένει εδώ.’’ Τότε είδε μια νεαρή γυναίκα να βγαίνει έξω από ένα δωμάτιο κλαίγοντας και να παίρνει τα δυο της παιδιά αγκαλιά. Γονάτισαν στον καναπέ κι άρχισαν να προσεύχονται. Ο Βασίλης με τον άντρα μπήκαν στο δωμάτιο. Εκεί βρισκόταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα πολύ άρρωστος. Είχε καρκίνο κι ο γιατρός του είχε δώσει κάποιες μέρες ζωής. ‘’Τον ξέρω αυτόν!’’ αναφώνησε ο Βασίλης. Μου είχε πιάσει την κουβέντα πριν ένα μήνα στον διάδρομο σχετικά με το ασανσέρ και την ανακαίνιση που χρειαζόταν! Δεν είναι δυνατόν να γίνει καλά πνεύμα; Τι πρέπει να κάνω για να γίνει καλά; Τι; Πες μου! ‘’ Το πνεύμα επιτέλους μίλησε. ‘’Θα καταλάβεις από μόνος σου τι πρέπει να κάνεις. Η απάντηση βρίσκεται μέσα σου.’’ Μέχρι ο Βασίλης να κοιτάξει το πνεύμα, εκείνο είχε εξαφανιστεί κι εκείνος άρχισε να δακρύζει, γιατί αισθάνθηκε ένοχος που αγνοούσε το πρόβλημα που ήταν δίπλα του, εκεί! Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να μονολογεί ‘’Τι άλλο, τι άλλο θα δω;’’.
Άνοιξε τα μάτια του και βρισκόταν για μια ακόμη φορά στον δρόμο. Προχώρησε λίγα μέτρα. Παντού γύρω σκοτάδι, νύχτα ώσπου συνάντησε έναν ψιλόλιγνο άντρα μαύρο, ανέκφραστο, με μαύρα μάτια που έβαζαν σπίθες μόλις τα κοίταζες και μεγάλους κύκλους κάτω από αυτά. Τα μάγουλά του είχαν μπει μέσα και ο λαιμός του ήταν τόσο μακρύς που νόμιζες ότι το κεφάλι δεν ανήκε σε αυτό το σώμα. Άπλωσε το μακρύ του χέρι κι έδειξε στον Βασίλη ένα πάρκο. Ο Βασίλης πλέον κατάλαβε. Έπρεπε να πάει προς τα εκεί. Βάδισε για μερικά μέτρα κι έφτασε. Είδε τρεις άντρες να λογομαχούν έντονα. Σαν να αναγνώριζε τον έναν. Ένας ψηλός ξανθός άντρας με μακρύ πρόσωπο, και γαλάζια μάτια. Μέχρι να τον αναγνωρίσει εκείνος έλαβε μια μαχαιριά στο στομάχι που τον έριξε κάτω. Οι δύο άντρες άρχισαν να τρέχουν αφήνοντας τον νεαρό εκεί πίσω. Ο Βασίλης θέλησε να τρέξει να τον βοηθήσει. Ο μαύρος άνδρας του έπιασε τον ώμο εμποδίζοντάς τον και τότε εμφανίστηκε μια μελαχρινή γυναίκα ουρλιάζοντας. Ήταν πολύ αδύναμη και καχεκτική. Προσπάθησε να σηκώσει τον νεαρό φωνάζοντας ‘’Στέφανε, Στέφανε με ακούς;’’. Ο Βασίλης έντρομος κατάλαβε ότι ήταν τα παιδιά του. Έσπρωξε τον άντρα που τον εμπόδισε κι έτρεξε να βοηθήσει. Μάταια. Δεν μπορούσε. Κανείς δεν τον έβλεπε. Άρχισε να σπαράζει όντας αδύναμος να βοηθήσει. Η Ουρανία έκλαιγε γοερά. Ο αδερφός της είχε φύγει. Ο Βασίλης σωριάστηκε στο πάτωμα απογοητευμένος. ‘’Είσαι το τρίτο και χειρότερο πνεύμα! Αυτό του μέλλοντος! Γιατί; Γιατί συνέβη αυτό μου λες; ‘’ Το πνεύμα απάντησε ‘’Κι αυτή την απάντηση θα τη βρεις μόνος σου’’ κι εξαφανίστηκε μες στο σκοτάδι.
Ο Βασίλης ξύπνησε ιδρωμένος και δακρυσμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που είδε, αν ήταν πραγματικότητα ή όνειρο. Όπως και να ΄χει ήταν κάτι πολύ ζωντανό που τον συντάραξε. Ίσως το υποσυνείδητο να ήθελε να του δώσει ένα καλό μάθημα. Ένα μάθημα ζωής. Αυτό της αγάπης για τους δικούς του ανθρώπους και για τους διπλανούς του. Ούτως ή άλλως όλοι είχαν να πληρώσουν λογαριασμούς. Το βασικό ήταν ότι ήταν υγιής κι είχε αγαπημένους ανθρώπους δίπλα του. Είχε παντρευτεί τη γυναίκα που αγάπησε, είχε κάνει δύο αξιολάτρευτα παιδιά, είχε τους φίλους του ακόμα για να βλέπουν αγώνες τις Κυριακές, να πίνουν μπύρες και να θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια, είχε τη δουλειά που αγαπούσε, αν και με μειωμένο μισθό, αλλά τη λάτρευε, τους γονείς του που συνέχιζαν να τον στηρίζουν, το σπίτι που ονειρεύτηκε και για το οποίο χαλάλι τα δάνεια που πλήρωνε! Ξαφνικά ξεκίνησε να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Όλα στη ζωή του ήταν τέλεια. Είχε τη δύναμη να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία και θα το έκανε με επιτυχία!
Η ώρα ήταν έντεκα το βράδυ. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα από την οποία αναδυόταν μυρωδιά γλυκών κι ακουγόταν μια χαρούμενη μελωδία. Μπαίνοντας μέσα είδε τη γυναίκα του με τα παιδιά του να φοράνε σκούφους, να τραγουδάνε χριστουγεννιάτικα τραγούδια και να φτιάχνουν σοκολατόπιτα. Κάθισε λιγάκι στη γωνία και τους χάζευε. ‘’Τι όμορφη οικογένεια που έχω, σκέφτηκε!’’ Μόλις τα παιδιά των είδαν ούρλιαξαν από τη χαρά τους. Ο Στέφανος τον πλησίασε κι είπε ‘’Κοίτα μπαμπά, φτιάξαμε μελομακάρονα και τώρα σοκολατόπιτα, έλα κι εσύ!’’ Ο Βασίλης βαθιά συγκινημένος χαμογέλασε. ‘’Φυσικά και θα έρθω’’. Η Ελένη κατάλαβε ότι κάτι είχε αλλάξει. Τον φίλησε γλυκά και του ψιθύρισε ΄΄Έλα αγάπη μου, βάλε κι εσύ ένα σκούφο. Έρχονται Χριστούγεννα σε μια ώρα’’. Εκείνος πρόθυμα έβαλε τον σκούφο κι είπε ‘’Ναι, αγάπη μου. Κάθε μέρα από εδώ και στο εξής θα είναι Χριστούγεννα. Και τι λέτε μικρά ζιζάνια να φτιάξουμε μελομακάρονα και να μοιράσουμε σε όλη τη γειτονιά για να γνωρίσουμε τους γείτονές μας; ‘΄. Τα παιδιά φώναξαν δυνατά ‘’Ναι! Μελομακάρονα με τον μπαμπά’’.
Κι έτσι, ζύμωναν όλο το βράδυ, ακούγοντας χριστουγεννιάτικα τραγούδια, γελώντας και παίζοντας, γιατί ήταν Χριστούγεννα! J