LUCEM SEQUIMUR

LUCEM SEQUIMUR
Ποιός έκρυψε το φως και πάλι απόψε;

Ένα καντήλι μοναχό του ξεψυχά,
μες στο σκοτάδι η ψυχή μου κυνηγά
ένα αχνό φως που περιμένει πάλι απόψε
κάπου κρυμμένο στου μυαλού μου τη γωνιά!

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

Μετά από μια νωχελική και σχεδόν τελετουργική κίνηση έστριψε το τσιγάρο και το έβαλε στο στόμα του, ενώ με το  αριστερό χέρι  βαθιά στη τσέπη του παντελονιού του και με γκριμάτσα εκνευρισμού και συνάμα αγανάκτησης προσπάθησε να βρει τον αναπτήρα που συνέχεια έχανε. Όπως πάντα τον βρήκε κι άναψε το τσιγάρο. Ρούφηξε αργά κλείνοντας τα μάτια κι απολαμβάνοντας την απλότητα που αναδύεται μέσα από ένα σύννεφο καπνού!
Στιγμές περνούν μπροστά απ’ το μυαλό του. Τις αφήνει να περνούν χωρίς να τον αγγίζουν, αν και κάπου κάπου αναστενάζει, απλά βλέποντάς τις να περνούν. Είναι η ζωή του όλη. Ένα βιβλίο, ένας θησαυρός μέσα στα χαρακώματα να του κρατάει συντροφιά. Αποτυχίες, επιτυχίες, πτώσεις κι ανατάσεις… τα βλέπει όλα να προχωρούν μπροστά του. Τα κοιτάζει, τα ψάχνει, τα σκαλίζει σαν παιχνίδια, σαν να τα πρωτοσυνάντησε απόψε. Ανοίγει τα μάτια του ξανά. Ρίχνει ένα βλέμμα πάνω του και αφού συνειδητοποιεί ότι όλα είναι εντάξει, ξανακλείνει τα μάτια κι απολαμβάνει το τσιγάρο του.
Κάτι τον ανησυχεί. Μια συνεχή περιπέτεια αναζητά, μια μάχη. Το αίμα κυλά πιο γρήγορα αυτή τη φορά στις φλέβες του και οι παλμοί ανεβαίνουν. Χάνεται στον βυθό του, σ’ αυτόν τον παράξενο εαυτό του. Θυμάται ένα λάθος του κι αναστενάζει μουρμουρώντας ότι δεν έπρεπε να το είχε κάνει. Ξαφνικά βλέπει την αιτία για την οποία έκανε το λάθος και χαμογελάει ‘’νεανική επιπολαιότητα’’, ψιθύρισε, ‘’δεν βαριέσαι! Τουλάχιστον το έζησα!’’.
Μέσα στις σκέψεις του στριφογυρίζει μια γυναίκα. Πότε μάνα, πότε αδερφή, πότε η πρώτη ερωμένη, η δεύτερη, η τρίτη, πότε η γυναίκα της ζωής του ή μάλλον εκείνη που θεωρούσε ως γυναίκα του παντοτινή, πότε ένα αθώο παιδικό φλερτ, πότε μια γυναίκα αρκετά μεγαλύτερή του, πότε η γυναίκα που τον έφτασε στα άκρα, που τον πάθιασε τρελά, που τον τρέλανε, πότε η γυναίκα που τον απογοήτευσε, αυτή την οποία πίστεψε, πότε η γυναίκα που τον αγάπησε αληθινά, αλλά της οποίας την αγάπη δεν μπόρεσε να αντέξει… Σε όλα μέσα μια γυναίκα. Ένα από τα μεγάλα πάθη του!
Το τσιγάρο σβήνει. Διακόπτει για λίγο τις σκέψεις του ώστε να το ανάψει. Η ματιά του καρφώνεται στην αριστερή παλάμη του. Την κοιτάζει εξονυχιστικά. Ποτέ δεν την είχε παρατηρήσει τόσο έντονα. Εξετάζει κάθε βαθιά χαρακιά και θυμάται τότε που μια τσιγγάνα του είχε πει ότι η ζωή του θα ήταν έντονη λόγω του βάθους των γραμμών που έφερε! Εκείνος γέλασε περιπαικτικά, αλλά δίνοντας την εντύπωση ότι συμφωνούσε. Πιάνει ένα ένα τα δάχτυλά του από μέσα. Τόσο κουρασμένα και συνάμα τόσο σκληρά απ’ τη δουλειά. Δεν θυμάται ανέμελα παιδικά χρόνια παρά μόνο χέρια γεμάτα στη μουτζούρα.
Αγγίζει το δεξί του γόνατο συνοφρυώνοντας και βγάζοντας ένα ελαφρύ βογγητό. Θυμάται το τραύμα από έναν παλιό τσακωμό, από τότε που θεωρούσε ότι το να είσαι άντρας φαίνεται από το νταηλίκι κι από το μπλέξιμο σε καυγάδες. Από το μπλέξιμο σε περιπέτειες γενικότερα! Πολύ αργότερα κατάλαβε ότι το να είσαι άντρας φαίνεται από το κατά πόσο μπορείς να κρατάς το λόγο σου και να αντιπροσωπεύεις αυτό το οποίο υποστηρίζεις ότι είσαι με όλο σου το σθένος!
Και κάπου εκεί στο βάθος ακούει τους γονείς του να γκρινιάζουν και να τον μαλώνουν για τα λάθη του. Ένα διαρκές κατσάδιασμα ακόμα για τις σωστές επιλογές, μια συνεχή ανησυχία που μετατρεπόταν πάντα σε τσακωμό. ‘’Είναι η ζωή μου και την ορίζω εγώ όπως θέλω’’ τους έλεγε επανειλημμένως. Τώρα ξεφυσάει και σκέφτεται ότι έτσι θα έκανε και στα δικά του παιδιά. Συνεχώς θα  τα έψεγε και συνειδητοποιεί πόσο δίκιο είχαν οι γονείς του τότε, αλλά και λάθος να είχαν, πάντα θα ήταν στο πλευρό του ό,τι και να έκανε εκείνος. Πάντα θα τον δέχονταν πίσω. ‘’Σαν τους γονείς κανείς’’ μουρμουρίζει πάλι.
Ένας αποτυχημένος γάμος, γυναίκες που δεν του καλύπτουν το κενό,  μια δουλειά που του προκαλεί άγχος, ένα σπίτι αρκετά μικρό για εκείνον πλέον, φίλοι με τους οποίους δεν μπορεί να συζητήσει για τα πάντα και να είναι ο εαυτός του, όλα τυποποιημένα, ακόμα και η διασκέδαση, ακόμα και αυτά που τρώει!Μονοτονία και μοναξιά, κι έτσι το τσιγάρο σβήνει… Σηκώνεται, παίρνει το όπλο και ορμάει στη μάχη. Το τσιγάρο σβήνει, αλλά όχι ο πόθος του για να κερδίσει τη ζωή που ονειρεύεται, τη ζωή που του αξίζει! Πυξίδα οι στόχοι του κι εφόδια τα λάθη απ’ τα οποία έμαθε τι είναι αυτό το οποίο αληθινά χρειάζεται.