LUCEM SEQUIMUR

LUCEM SEQUIMUR
Ποιός έκρυψε το φως και πάλι απόψε;

Ένα καντήλι μοναχό του ξεψυχά,
μες στο σκοτάδι η ψυχή μου κυνηγά
ένα αχνό φως που περιμένει πάλι απόψε
κάπου κρυμμένο στου μυαλού μου τη γωνιά!

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Ο χειμώνας περνούσε κι ήρθε η άνοιξη κι έπειτα καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο! Επεισόδιο 2

Η Τζέιν κατάκοπη, μετά από μια κουραστική μέρα, βούτηξε στον μεγάλο δερμάτινο καναπέ της, τον οποίο για αρκετό καιρό χάζευε στη βιτρίνα ενός καταστήματος στο εμπορικό κέντρο δίπλα από το σπίτι τους. Για ένα μήνα περίπου προσπαθούσε να πείσει τον Άνταμ να τον αγοράσουν, καθώς φαινόταν άνετος, αλλά αρκετά ακριβός. Εκείνος, όχι ότι δεν διέθετε τα χρήματα, αλλά ήταν τόσο απασχολημένος με τις δουλειές στο γραφείο του, ώστε δεν μπορούσε να ασχοληθεί με το τι νέο καναπέ θα έπαιρναν!Έτσι, η Τζέιν ανέλαβε να τον αγοράσει σκεφτόμενη ότι θα ταίριαζε πάρα πολύ με τις μπεζ κουρτίνες που πρόσφατα τους είχαν κάνει δώρο οι κουμπάροι τους, αλλά και ότι εκείνη κι ο Άνταμ θα μπορούσαν άνετα να κάθονται για ώρες μετά από μια εξουθενωτική μέρα να συζητάνε, να χαλαρώνουν και να σφίγγουν ο ένας τον άλλο χωρίς να χρειάζεται να μιλάνε για τίποτα. Απλά να αγκαλιάζονται, εκεί, πάνω στον μεγάλο δερμάτινο καναπέ τους.
Φυσικά, η Τζέιν τώρα μόνη απολάμβανε την ΄΄έξυπνη'' αγορά που έκανε. Αφού έβαλε το αγαπημένο της CD, κατευθύνθηκε στο μπαρ του σαλονιού. Ήθελε να πιει κάτι για να χαλαρώσει, αλλά δεν ήξερε τι. Αποφάσισε να ανοίξει ένα μπουκάλι ουίσκυ που τους είχαν φέρει οι κουμπάροι τους την τελευταία φορά που τους είχαν καλέσει για δείπνο. Ανοίγοντάς το κοντοστάθηκε. Ένιωσε δύο χέρια να της αγγίζουν τον αυχένα και να τον ψηλαφίζουν σε μια προσπάθεια να τον χαλαρώσουν. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε για λίγο το μασάζ. Γύρισε πίσω. Ήταν ο Άνταμ. Τη φίλησε γλυκά στον λαιμό, την πήρε στα χέρια του και την οδήγησε στο μικρό καναπέ - ντιβάνι του μικρού στούντιο, στο οποίο ζούσε. Ναι, η Τζέιν πάλι σκεφτόταν το παρελθόν. Πάλι σκεφτόταν πως ξεκίνησαν όλα. Τώρα ένιωθε μόνη.
Επανερχόμενη στην πραγματικότητα γέμισε το ποτήρι με ουίσκυ και σύρθηκε ως την κουζίνα να βγάλει δύο παγάκια από την κατάψυξη. Γύρισε να κοιτάξει το ολόχρυσο ρολόι τοίχου που τους είχαν κάνει δώρο τα πεθερικά της στον γάμο τους. Η ώρα ήταν 10.00 κι εκείνη ήταν μόνη, παρέα με ένα χρυσό ρολόι να της θυμίζει ότι είναι παντρεμένη, αφού ο άνθρωπός της δεν ήταν δίπλα για να την κάνει να το αισθάνεται!
Αφού έβαλε τα παγάκια στο ποτήρι της, κατευθύνθηκε στον καναπέ. Ξάπλωσε ανάσκελα με το ένα χέρι στο μέτωπο και με το άλλο χέρι να κρατάει το ποτήρι στο πλάι. Έκλεισε τα μάτια της για λίγο σε μια προσπάθεια να χαλαρώσει χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Μάταια, όμως! Θυμόταν ένα ανοιξιάτικο βράδυ στην παραλία. Είχαν κλείσει δύο μήνες μαζί με τον Άνταμ. Κείτονταν στην αμμουδιά παρατηρώντας τον ουρανό και φιλοσοφώντας για το τι μπορεί να υπάρχει πέρα από αυτόν. Ο Άνταμ φαινόταν από τότε κάπως κυνικός και  ρεαλιστής, ενώ η Τζέιν ήταν περισσότερο συναισθηματική κι ονειροπόλα. Πείραζαν ο ένας τον άλλο συνέχεια! Η Τζέιν πολλές φορές έχανε την ψυχραιμία της και νευρίαζε με την κυνικότητα του Άνταμ, με το ύφος του ΄΄εξυπνάκια΄΄ που πάντα είχε, αλλά και με την επιχειρηματολογία του που η αλήθεια είναι ότι φαινόταν αρκετές φορές σωστή. Βέβαια, συνήθως εκείνος την πείραζε  επίτηδες, γιατί του άρεσε να τη βλέπει να τσιμπάει και να εκνευρίζεται. Του άρεσε να τη βλέπει να εκδηλώνει ακόμα και τον θυμό της. Εντούτοις, οι έντονες συζητήσεις τους πάντα κατέληγαν στο να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται παλεύοντας ο ένας με τον άλλον. Τους άρεσε που διαφωνούσαν. Αυτό τους έκανε ζωντανούς!
11.00 κι η Τζέιν άνοιξε τα μάτια απότομα, καθώς ένα γρήγορο χτύπημα  στην πόρτα την τρόμαξε. Σηκώθηκε να δει. Αναμαλλιασμένη κι εκτός πραγματικότητας ρώτησε με έντονη φωνή ποιος ήταν. Ήταν ο Άνταμ. Για μια ακόμη φορά είχε ξεχάσει τα κλειδιά του. Του άνοιξε χωρίς να τον κοιτάξει καν και κατευθύνθηκε πάλι προς τον καναπέ λέγοντάς του '' αν πεινάς έχω φαγητό στο φούρνο να σου βάλω, διαφορετικά μπορείς να έρθεις εδώ στον καναπέ να καθήσουμε λίγο''. Εκείνος δεν απάντησε. Μπήκε γρήγορα στο μπάνιο να κάνει ένα ντουζ να χαλαρώσει. Μάταια κι εκείνος. Στο μυαλό του υπήρχε ακόμα η υπόθεση την οποία είχε αναλάβει. Έκλεισε το νερό, τυλίχθηκε με ένα μπουρνούζι και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του δεξιά του σαλονιού. Η Τζέιν γυρισμένη στα πλάγια τώρα στον ακριβοπληρωμένο καναπέ της, έστρεψε λίγο το κεφάλι κι είδε τον Άνταμ όρθιο μπροστά από το γραφείο του να σκαλίζει κάτι φακέλους. Γύρισε μπροστά, έκλεισε τα μάτια κι έμεινε μόνη με τα όνειρά της.
Η επόμενη μέρα βρήκε την Τζέιν στον καναπέ να κοιμάται και τον Άνταμ πεσμένο στο πάτωμα με τους φακέλους καταγής ανακατεμένους....(συνεχίζεται)