LUCEM SEQUIMUR

LUCEM SEQUIMUR
Ποιός έκρυψε το φως και πάλι απόψε;

Ένα καντήλι μοναχό του ξεψυχά,
μες στο σκοτάδι η ψυχή μου κυνηγά
ένα αχνό φως που περιμένει πάλι απόψε
κάπου κρυμμένο στου μυαλού μου τη γωνιά!

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Άσπρο - Μαύρο


Μοιάζουμε σαν μια ερειπωμένη πόλη, κάποτε ωραία στολισμένη, αλλά τώρα κατά πάντα βομβαρδισμένη. Το μαύρο απλώνεται σε όλους τους τοίχους. Ένα παιδί στο δρόμο βάφει άσπρο τον δικό του τοίχο. Οι περαστικοί τον χλευάζουν, τον ειρωνεύονται. Κάποιοι βρίσκουν την ευκαιρία και τον βάφουν μαύρο ενώ αυτό κοιμάται, ενώ κάποιοι άλλοι του δίνουν το πινέλο και το πείθουν ότι το μαύρο είναι πιο ωραίο. Κι όμως, το παιδί βγαίνει την επόμενη μέρα και ξαναβάφει άσπρο τον τοίχο, ώσπου ο καιρός περνάει, το παιδί μεγαλώνει, γίνεται ενήλικας και νιώθει ότι έχει κουραστεί. Αφήνει το πινέλο. Πλέον δεν εξάπτεται με αυτούς που βάφουν μαύρο τον τοίχο του. Του φαίνεται φυσιολογικό. Τον αφήνει έτσι. Δεν νοιάζεται. Ώσπου βλέπει δίπλα του ένα παιδί να βάφει άσπρο τον τοίχο του και το ρωτά ‘’τι νομίζεις πώς κάνεις;’’ Το παιδί του απαντά με ζωηράδα ‘’μα φυσικά διώχνω τη μαυρίλα’’. Εκείνος όλο ειρωνεία ανταπαντά ‘’Νομίζεις ότι η ασπρίλα σου θα επιζήσει μες στο μαύρο; Κάποτε θα τη συνηθίσεις. Δεν είναι τίποτα!’’ Και το παιδί όλο σοφία λέει ‘’Το άσπρο στον τοίχο μου μπορεί να ξεθωριάσει λόγω του καιρού. Το άσπρο στην ψυχή μου όμως θα μείνει εκεί, γιατί θα ξέρω ότι θα έχω κάνει το χρέος μου!’’. Ο άντρας ταράσσεται με την απάντηση. Μπαίνει γρήγορα στο σπίτι κι αναρωτιέται που είναι το πινέλο του. Κάνει το σπίτι άνω – κάτω, ώσπου το βρίσκει δίπλα από την πόρτα. Τόσο δίπλα του ήταν κι εκείνος εθελοτυφλούσε. Βγαίνει έξω κι αρχίζει να βάφει πάλι μαζί με το παιδί τον τοίχο άσπρο. Πάλι κάποιοι περαστικοί τους χλευάζουν. Δεν τον νοιάζει, καθώς βλέποντας την αντανάκλαση του εαυτού του σε ένα ραγισμένο παράθυρο συνειδητοποιεί ότι είναι ακόμα παιδί κι αυτό του αρκεί. Τώρα είναι πιο δυνατός από ποτέ!