LUCEM SEQUIMUR

LUCEM SEQUIMUR
Ποιός έκρυψε το φως και πάλι απόψε;

Ένα καντήλι μοναχό του ξεψυχά,
μες στο σκοτάδι η ψυχή μου κυνηγά
ένα αχνό φως που περιμένει πάλι απόψε
κάπου κρυμμένο στου μυαλού μου τη γωνιά!

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΡΕΜΙΞ


Ο Βασίλης έσπρωξε βιαστικά την τεράστια δρύινη πόρτα της πολυκατοικίας κοπιάζοντας να μπει μέσα γρήγορα αποφεύγοντας τις βίαιες σταγόνες βροχής που εκτόξευε ο αέρας κατά  πάνω του. Κρατώντας στο δεξί του χέρι τέσσερις σακούλες με ψώνια ενώ πάλευε να κρατήσει στην ευθεία με το αριστερό του χέρι την ομπρέλα την οποία έπαιρνε ο αέρας προς τα πίσω, κατάφερε να βγάλει με τα χίλια ζόρια την αρμαθιά των κλειδιών από τη δεξιά του τσέπη και παρατώντας τη μάχη με την ομπρέλα επικεντρώθηκε στο να ανοίξει την πόρτα.
Αφού εισήλθε μετά κόπων και βασάνων πέταξε την ομπρέλα κι άφησε κάτω τα ψώνια αγνοώντας τα αυγά που του είχε παραγγείλει η γυναίκα του για να φτιάξει το αγαπημένο γλυκό των παιδιών. Τώρα στεκόταν ακίνητος και παράλληλα βρεγμένος από την κορυφή έως τα νύχια. Μουρμούρισε για το ‘’αδιάβροχο’’ μπουφάν που εννοείται ότι ακριβοπλήρωσε για να τον κρατάει ζεστό και να τον προστατεύει από την βροχή, καθώς και για τα επώνυμα παπούτσια, τα οποία είχε ψάξει σε όλη την Αθήνα για να τα πάρει στην πιο συμφέρουσα τιμή, μόλις 280 ευρώ από 550. Κι αυτό πριν από τρία χρόνια, καθότι, οι καιροί πλέον ήταν δύσκολοι για τέτοια ανοίγματα και ιδίως μετά την αγορά ενός νέου σπιτιού (κι εννοείται υπό την δανειακή επισκίαση), την αγορά ενός μεγαλύτερου αυτοκινήτου, εφόσον τα μέλη της οικογενείας πολλαπλασιάστηκαν, και μετά την απόλυση της συζύγου του από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Για να μην πούμε για τα καταναλωτικά δάνεια που είχαν πάρει ώστε να μην τους λείψει τίποτα, τρομάρα τους! Έμεινε λίγο να κοιτάζει τα επώνυμα παπούτσια, ώσπου το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν η γυναίκα του. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βιαστεί να ανέβει στο σπίτι, καθώς εκείνη περίμενε εναγωνίως να φτιάξει το γλυκό για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. ‘’Αυτά μας μάραναν’’, ψιθύρισε ξινίζοντας το πρόσωπό του κατευθυνόμενος προς το γραμματοκιβώτιο. ‘’Για να δούμε, λοιπόν, τι μας άφησε ο Αϊ Βασίλης’’. Το γραμματοκιβώτιο ξέβρασε πλήθος επιστολών και λογαριασμών προτού καλά καλά το ανοίξει, όπως η θάλασσα ξεβράζει σκουπίδια απ’ την απέναντι ακτή! Μάταια ο Βασίλης προσπάθησε να σώσει την απότομη πτώση τους επί του δαπέδου, το οποίο μόλις είχε σφουγγαριστεί όπως αντιλήφθηκε από τα ίχνη νερού και την ευωδιά του φτηνού απορρυπαντικού που αναδυόταν σε όλη της το μεγαλείο έως και τον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας. Φυσικά, έτσι φορτωμένος που ήταν, αδυνατούσε να περισώσει τις ‘’βαρυσήμαντες’’ αυτές επιστολές. Άφησε τα πράγματα καταγής για ακόμη μια φορά και με μια αργή κίνηση έσκυψε να τις μαζέψει. ‘’Για να δούμε, λοιπόν: ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, τράπεζα ένα, τράπεζα δύο, τράπεζα τρία’’, σε αυτό το σημείο χαμογέλασε με το πλήθος των τραπεζών με τις οποίες είχε παρτίδες. ‘’Α, να και η τέσσερα’’ είπε αυτοσαρκαζόμενος πάντα, όπως συνήθιζε να κάνει προσποιούμενος ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Αραιά και που ξεπρόβαλε και καμιά χριστουγεννιάτικη ευχετήρια κάρτα, όπως από τον δήμαρχο της περιοχής στην οποία αναγραφόταν το εξής: Ευχαριστούμε για τη διαρκή σας στήριξή. Ο δήμαρχος σας εύχεται χρόνια πολλά! Πιο κάτω συνάντησε κι άλλη ευχετήρια κάρτα, αυτή τη φορά από ασφαλιστική εταιρεία: Η εταιρεία μας και το προσωπικό της σας εύχεται     ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και ΥΓΕΙΑ. ‘’Ε, βέβαια! Εσάς δεν σας συμφέρει να ψοφήσουμε και να μας πληρώνετε, οπότε κάθε μέρα να μας ανάβετε κι ένα κεράκι, καραγκιόζηδες’’ αναφώνησε με ξινισμένο πρόσωπο και με μία φωνή γεμάτη αγανάκτηση. Ενώ συνέχιζε την απαρίθμηση των επιστολών άκουσε τον ανελκυστήρα να τίθεται σε λειτουργία. Μάζεψε γρήγορα τα πράματα από το δάπεδο, φόρτωσε κάτω από τη μασχάλη του την αλληλογραφία κι όπου φύγει, φύγει! Ανέβηκε με ταχύτατες και μεγάλες δρασκελιές τα σκαλοπάτια έως τον τέταρτο όροφο προκειμένου να αποφύγει τυχόν συνάντηση είτε με κάποιον γείτονα που θα μονοπωλούσε τη συζήτηση σχετικά με το ότι η πρόσοψη της πολυκατοικίας ήθελε απαραιτήτως βάψιμο και σχετικά με τον διαχειριστή της πολυκατοικίας που δεν καλεί συνέλευση για να τεθούν προς συζήτηση ‘’επίμαχα’’ θέματα, όπως το πότισμα των λουλουδιών στον μικρό κήπο της πολυκατοικίας, το βάψιμο των παρτεριών που βρίσκονται μπροστά από την πολυκατοικία, το κλείδωμα της πόρτας από τις οχτώ το βράδυ και το στόλισμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου στην είσοδο της πολυκατοικίας! Εκτός όμως, από τους αδιάκριτους και πολυλογάδες γείτονες ήθελε να αποφύγει και τον ίδιο τον διαχειριστή, καθώς είχε καθυστερήσει τα κοινόχρηστα, τα οποία είχαν καταντήσει πια εφιάλτης!
Φτάνοντας λαχανιασμένος στο πολυτελέστατο ρετιρέ του χτύπησε το κουδούνι πολλές φορές μέχρι που άνοιξε η γυναίκα του κατσουφιασμένη έχοντας πράσινο το πρόσωπο από τη μάσκα φρούτων που φορούσε (καθότι φρόντιζε πάντα την όψη της η κυρία) και με  ένα ρόζ μπουρνούζι και άσπρη πετσέτα στα μαλλιά λες κι είχε βγει μόλις από το σπα. ‘’Αμάν βρε Βασίλη, σου έχω πει να παίρνεις κλειδιά μαζί σου!’’ είπε ενοχλημένη. Εκείνος παράτησε τα πράματα και προτίμησε να μην ανταπαντήσει, αλλά να κατευθυνθεί προς το δωμάτιο του, ώστε να αλλάξει και να στεγνώσει. Η Ελένη έτρεξε γρήγορα να ανοίξει τις σακούλες και να τακτοποιήσει τα πράγματα για να φτιάξει γρήγορα τη σοκολατόπιτα των παιδιών και τα μελομακάρονα. Εκείνα έτρεξαν γρήγορα να δουν αν ο πατέρας τους είχε φέρει δώρα. Ο μικρός Στέφανος, όντας μόλις τεσσάρων χρονών, βλέποντας το μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι που του έφερε ο πατέρας του, δυσαρεστήθηκε, κατέβασε το κεφάλι κι άρχισε να κλαίει και να φωνάζει ‘’Εγώ ήθελα το Ρόμποκοπ!!!!!!!’’ Η μητέρα του προσπαθούσε να τον καθησυχάσει, ενώ η μικρή τρίχρονη Ουρανία, όντας πιο βολική, άνοιξε γρήγορα το κουτί με την κούκλα που της είχε αγοράσει, μόνο δέκα ευρώ, και ξεκίνησε να παίζει στο πάτωμα. Ο Στέφανος, όμως, δεν σταματούσε. ‘’Εγώ ήθελα το Ρόμποκοπ’’ συνέχισε χτυπώντας τα χέρια και τα πόδια του στο δάπεδο. Τότε η Ελένη φώναξε στον άντρα της ‘’Αμάν, ρε Βασίλη, σου είπα τι ήθελε ο Στέφανος! Τώρα θα κλαίει συνέχεια!’’. Ο Βασίλης δεν μπορούσε να μην απαντήσει έχοντας φορέσει πλέον στεγνά ρούχα ‘’Εσύ φταις που τον έχεις κακομάθει. Τώρα έχουμε κρίση. Δεν μπορεί να θέλει να έχει ό,τι θέλει. Πρέπει να μάθει και στα λίγα, όπως η μικρή’’. Η Ελένη σουφρώνοντας τα χείλη αντιμίλησε ‘’Ε, βέβαια, πάντα εγώ τα κακομαθαίνω, εσύ νομίζεις δεν έχεις ρόλο που από τότε που γεννήθηκε όλο τα καλύτερα και τα πιο ακριβά του αγόραζες, ενώ τη μικρή την είχες πάντα ριγμένη’’. ‘’Εκείνη, βέβαια, είδες Ελένη μου ότι αρκείται με τα λίγα. Καλά έκανα και την έριξα, γιατί τώρα είναι ικανοποιημένη με τα λίγα. Και τέλος πάντων, τι θες να κάνω;; Δεν στα πήρα όλα;; Και υλικά για γλυκά, και για το τραπέζι που θα κάνουμε στους γονείς μας, και στολίδια και τα πάντα. Για δες λίγο τις επιστολές που μας περιμένουν εκεί πάνω στο τραπέζι για να καταλάβεις!’’ Η Ελένη όντας πνεύμα αντιρρησίας και μην αφήνοντας να πέσει τίποτα κάτω απάντησε ‘’Σιγά ρε Βασίλη, πέντε ευρώ παραπάνω θα έδινες για το Ρόμποκοπ του παιδιού! Έξοδα πολλά!’’ γούρλωσε τα μάτια της ειρωνευόμενη.  Κι εκείνος δεν δίστασε ‘’Άκου, Ελενάκι… Όταν εσύ έβαζες τις μασκούλες σου, εγώ βολόδερνα έξω στη βροχή για να πάρω ό,τι μου ζήτησες και να σας ικανοποιήσω όλους!’’ τότε δείχνοντας τα σαπισμένα παπούτσια του είπε ‘’Κοίτα πως κυκλοφορώ για να μην σας λείψει τίποτα! Ξυπόλητος σε λίγο θα είμαι για να σας έχω όλους ευχαριστημένους! Άσε μας ρε Ελενάκι΄΄. Η σύζυγος αποφάσισε να μην απαντήσει, καθώς δεν θα τελείωνε ποτέ η συζήτηση και έπρεπε να φτιάξει τα γλυκά. Η ώρα ήταν δύο το μεσημέρι κι έπρεπε να είναι όλα έτοιμα μέχρι την επόμενη μέρα που θα είχαν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι στους γονείς τους. Η αλήθεια είναι ότι αισθανόταν άσχημα που δεν δούλευε πλέον ώστε να βοηθάει κι εκείνη στα οικονομικά του σπιτιού, αλλά δεν ήταν δικό της φταίξιμο, παρά μόνο της χιλιοειπωμένης ‘’οικονομικής κρίσης’’. Παρά ταύτα, δεν μπορούσε να αλλάξει τις συνήθειές της σε ό,τι αφορούσε  τα λούσα της, τη διασκέδασή της και την ικανοποίηση των παιδιών της.
Πέντε το απόγευμα και ο Βασίλης προσπαθούσε μάταια να χαλαρώσει ξαπλωμένος στον πενταθέσιο καναπέ του σαλονιού, τον οποίο είχαν αγοράσει σε προσφορά πρόσφατα από επώνυμο μαγαζί και για τον οποίο επίσης είχε βάλει δόσεις. Από τη μία επιχειρούσε να χαλαρώσει κλείνοντας τα μάτια κι ακούγοντας τον αγαπημένο του ραδιοφωνικό σταθμό. Από την άλλη, τα έβαζε με τον εαυτό του που επέμενε να χρεωθεί κι άλλο για να αγοράσει το συγκεκριμένο καναπέ που τόσο πολύ του άρεσε. Στριφογυρνούσε συνεχώς, ώσπου έπεσε καταγής κι άρχισε να βλασφημά. Τότε αποφάσισε να ανοίξει την τεράστια πλάσμα τηλεόραση την οποία ευτυχώς είχε ξεπληρώσει. Ενώ είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην δει αυτές τις μέρες ειδήσεις, με όλα αυτά που του συνέβαιναν δεν πίστευε ότι μπορούσε να γίνει χειρότερη η ψυχολογική του κατάσταση. Έτσι, ξεκίνησε το ζάπινγκ. Όπως είναι φυσικό έπεσε σε ειδήσεις, οι οποίες τι άλλο έκαναν από το να αναγγέλλουν νέα φορολογικά μέτρα και νέες μειώσεις μισθών με την προσέλευση της νέας χρονιάς. Δεν άντεξε. Άρχισε να εκσφενδονίζει βωμολοχίες, ώσπου τον έπιασε τρέμουλο, αναψοκοκκίνισε και με την παρακίνηση της Ελένης που του φώναζε από την κουζίνα να αλλάξει κανάλι έπεσε σε κοσμικές ειδήσεις. Ξέφρενα πάρτι στην Αράχοβα και στο Πήλιο. Βούλιαξαν τα χιονοδρομικά κέντρα και τα σαλέ. Χύμα τα λουλούδια να ρίπτονται σε γνωστά κέντρα διασκέδασης εις στις κεφαλές των τραγουδιστάδων! Γυμνές φωτογραφήσεις, νέα ανερχόμενα μοντέλα με ατάκες που σε στέλνουν, αναπαραγωγή πρωινών και μεσημεριανών εκπομπών και κάπου κάπου και κάποια ενδιαφέρουσα πληροφορία. Ο Βασίλης άρχισε να αγανακτεί πάλι! Εκεί που θεωρούσε διασκεδαστικές τις συγκεκριμένες ειδήσεις, συνειδητοποίησε ότι ήταν εγκλωβισμένος σε ένα διαμέρισμα Χριστουγεννιάτικα, είχε να σκεφτεί το πώς θα ανταπεξερχόταν στα χριστουγεννιάτικα και κατοπινά έξοδα, έπρεπε να περάσει τα τυπικά οικογενειακά Χριστούγεννα με όλο το συγγενολόι, ώσπου νοστάλγησε τις μέρες της εργένικης ζωής που ξέγνοιαστος μπορούσε να πάει διακοπές με τους κολλητούς, να περάσει το χρόνο του διασκεδάζοντας με καμιά γκόμενα, να μεθύσει, να χαρτοπαίξει, να οδηγήσει με την ταχύτητα του φωτός στην Εθνική Οδό και να μην έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Νοστάλγησε το μικρό υπόγειο σπιτάκι που είχε νοικιάσει κι όπου άραζε με τους φίλους τους βλέποντας ποδόσφαιρο. Νοστάλγησε  το να πηγαίνει από μπαρ σε μπαρ και να γνωρίζει όμορφες υπάρξεις της μιας βραδιάς.  Ξαφνικά η προηγούμενη ζωή του τού φάνηκε ιδανική. ‘’Καλά είχε πει ο Άλκης να μην παντρευτώ. Καμένος! Ποτέ δεν ικανοποιείται ο άνθρωπος. Όταν έχει το ένα, του λείπει το άλλο. Όταν αποκτήσει αυτό το άλλο, θέλει το πρώτο. Τελικά τι θέλουμε;’’ Αναρωτήθηκε. Απάντηση καμία. Έκλεισε την τηλεόραση, ξάπλωσε, ώσπου τον πήρε ο ύπνος.
Μια περίεργη μελωδία που ερχόταν από την κουζίνα τον ξύπνησε. Σηκώθηκε απότομα κι άρχισε να φωνάζει στην Ελένη να σιγανώσει τη μουσική. Εκείνη δεν άκουγε, ενώ η μελωδία γινόταν όλο και πιο δυνατή. Είχε σκοτεινιάσει. Κοίταξε το ρολόι κι ήταν δώδεκα το βράδυ. ‘΄Πωπω! Με πήρε ο ύπνος, γαμώτο!’’ μουρμούρισε. ‘’Ελένη!΄΄. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Βημάτισε προς την κουζίνα μέσα στα σκοτεινά. Προσπάθησε να ανοίξει τα φώτα, αλλά δεν άναβαν. ‘’Α, τέλεια, διακοπή πάλι! Μα πώς;  Πλήρωσα το χαράτσι της ΔΕΗ, δεν το πλήρωσα;΄΄ μουρμούρισε πάλι. Από τον διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα είδε ένα φως να εκχέεται, σαν κάποιος να είχε ανάψει πολλά κεριά! Σκέφτηκε ότι θα ήταν η Ελένη. Όταν πλησίασε στην πόρτα με μεγάλη του έκπληξε συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν εκεί μέσα ένας μεγαλόσωμος άντρας με άσπρα γένεια, άσπρα μαλλιά, μεγάλη κοιλιά και κόκκινη στολή. Έμοιαζε στη φιγούρα του Άγιου Βασίλη. ‘’Ποιος είναι;’’ Ρώτησε έντρομος, αλλά κι υποψιασμένος ότι του κάνει πλάκα κάποιος φίλος του ντυμένος έτσι κι ότι όλα ήταν μια καλοστημένη φάρσα, οπότε τώρα πιο άνετος είπε ‘’Έλα, λέγε, είσαι ο… και λέγεσαι…’’ Ο μεγαλόσωμος άντρας ήταν καθισμένος στο πάτωμα κι είχε βάλει έναν δίσκο με μελομακάρονα κάτω τα οποία καταβρόχθιζε πέντε πέντε. ‘’Έλα, λέγε, ποιος είσαι;’’ Συνέχισε ο Βασίλης. Τότε ο μεγαλόσωμος άντρας τον κοίταξε και προσπάθησε να σηκωθεί με τα χίλια ζόρια ‘’Α, με συγχωρείς. Πω πω. Δεν σε άκουσα βρε Βασίλη. Βλέπεις η γυναίκα σου κάνει πεντανόστιμα μελομακάρονα. Έπεσα με τα μούτρα!’’ ‘’Ναι, το βλέπω αυτό’’, απάντησε διστακτικά  ο Βασίλης που όταν τον είδε να σηκώνεται συνειδητοποίησε ότι ήταν αρκετά μεγαλόσωμος για να είναι κάποιος φίλος του, εκτός κι αν φορούσε ξυλοπόδαρα. ‘’Προφανώς δεν με γνώρισες’’, είπε ο άντρας. ‘’Η αλήθεια είναι πως όχι’’ απάντησε ο Βασίλης που κοίταζε δειλά δειλά γύρω για να εντοπίσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο άντρας άρχισε να του λέει τότε χαμογελώντας και κινώντας τα χέρια του πάνω κάτω ‘’Ε, καλά βρε Βασίλη! Δεν την ξέρεις τη χριστουγεννιάτικη ιστορία; Με τον Σκρούτζ. Ξέρεις, εκείνη, με τα πνεύματα των Χριστουγέννων’’ . ‘’Ναι, ναι, αλλά, δεν καταλαβαίνω που κολλάει η χριστουγεννιάτικη ιστορία. Εγώ ψάχνω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου΄΄ συνέχισε ο Βασίλης δειλά δειλά. ‘’Α, πρέπει να σου εξηγήσω τώρα’’ δυσανασχέτησε ο άντρας. ‘’Να σου συστηθώ, λοιπόν, αφού δεν με αναγνωρίζεις και με πληγώνεις βαθύτατα. Είμαι το πνεύμα των Χριστουγέννων. Το πρώτο βασικά, γιατί έπονται κι άλλα δύο, όπως πολύ καλά γνωρίζεις από την ιστορία, την οποία μάλλον έχεις ξεχάσει, από τη στιγμή που έγινες κι εσύ τρομάρα σου ενήλικας κι άφησες την παιδική σου ηλικία κάπου εκεί στα ξένα…’’ είπε ο μεγαλόσωμος άνδρας, ο οποίος, βέβαια είχε μια διαρκή γλυκύτητα, η οποία εναλλασσόταν με κάποια αυστηρότητα κι απογοήτευση επειδή δεν τον αναγνώρισε ο Βασίλης. Τα ήδη ροδοκόκκινά του μάγουλα κοκκίνιζαν περισσότερο κάθε φορά που έπρεπε να του μιλήσει πιο αυστηρά. Ο Βασίλης απόρησε ‘’Μα ποιο πνεύμα των Χριστουγέννων; Ποιον Σκρουτζ; Τι λες; Αυτό είναι παραμύθι’’. Για μια ακόμη φορά το πνεύμα κοκκίνισε πάλι ‘’Κι εσείς οι μεγάλοι σίγουρα νομίζετε ότι τα παραμύθια που ακούγατε μικρά και τα οποία τώρα λέτε στα δικά σας παιδιά, είναι ψεύτικα. Χοχοχοχο! Πόσο λίγοι είστε’’ είπε το πνεύμα κοροϊδευτικά και συνέχισε ‘’Άκου Βασίλη, επειδή δεν έχω πολύ χρόνο, καθώς πλησιάζουν Χριστούγεννα και καθώς πρέπει να επισκεφτώ κι άλλους ανθρώπους της συνομοταξίας σου, άντε να σου εξηγήσω να τελειώνουμε!’’ Ο Βασίλης έκανε μια παρατήρηση ‘’Κοίτα που βιάζεται κιόλας! Πνεύμα δεν είσαι; Θα τα καταφέρεις, διαφορετικά δεν θα ήσουν πνεύμα. Εννοείται ότι είσαι παντοδύναμο! Και για ποια συνομοταξία μιλάς;’’ Το πνεύμα καυχήθηκε για λίγο ‘’Ναι, είμαι παντοδύναμο, η αλήθεια είναι, και έχω τον τρόπο μου… Αλλά στο θέμα μας. Όσον αφορά τη συνομοταξία, εννοώ όλους εσάς τους ενήλικες που έχετε καταπιαστεί με τα ανούσια θέματα κι έχετε αφήσει τα ουσιώδη: αγάπη, θαλπωρή, τρυφερότητα, αλληλεγγύη, οικογένεια, έρωτας. Έχετε ξεχάσει την παιδικότητά σας, θεωρώντας την σαν κάτι που ανήκει στο παρελθόν. Κι όντας το πνεύμα του παρελθόντος θα ήθελα να σου θυμίσω λίγο κάποια πράγματα από τότε’’ Ξάφνου ο Βασίλης κοίταξε γύρω του! Όλα είχαν αλλάξει. Βρισκόταν σε ένα μικροσκοπικό σπίτι. Ένα υποτυπώδες σαλονάκι με ένα κρεβάτι, ένα κουζινάκι και δεξιά του ένα μικρό μπάνιο που μετά βίας χώραγε ο ίδιος. Δεξιά του ήταν ένα παράθυρο από το οποίο έβλεπε το πρόσωπο του μεγαλόσωμου άνδρα, ο οποίος του είπε ‘’Όπως καταλαβαίνεις, το σπιτάκι αυτό είναι πολύ μικρό για να με χωρίσει, γι’  αυτό θα μείνω εδώ έξω’’. ‘’Κι εγώ τι θα κάνω εδώ μέσα;’’ Ρώτησε ο Βασίλης. ‘’ Περίμενε και θα δεις’’ απάντησε το πνεύμα. Σε λίγο ακούστηκαν γέλια έξω από την πόρτα, ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Ο Βασίλης γεμάτος αγωνία αποφάσισε να κρυφτεί πίσω από την πόρτα, η οποία σε λίγο άνοιξε. Μπήκε πρώτος ένας άνδρας ψηλός μελαχρινός με μαλλί ίσιο ως τους ώμους. Στο πρόσωπο έφερε γυαλιά πίσω από τα οποία ξεχώριζαν τα γαλαζοπράσινα μάτια του. Φορούσε ένα σκούρο τζιν, ένα χακί παλτό και καφέ λιωμένα παπούτσια. Αναγνώρισε τον εαυτό του κι έβαλε μια δυνατή φωνή από τον φόβο του, αλλά κανείς δεν τον άκουσε. Ο νεαρός άντρας έπιασε από το χέρι τη γυναίκα που κοντοστεκόταν στην πόρτα την έβαλε μέσα κοιτώντας την έντονα κι εκείνη ανταποκρίθηκε κι έτσι μπήκε κι έκλεισαν την πόρτα. Τον εντυπωσίασε που κανείς δεν τον έβλεπε και δεν τον άκουγε. Το πνεύμα του φώναξε γελώντας έξω από το παράθυρο ‘’Μη φοβάσαι! Δεν θα δεις κάτι που δεν έχεις δει ποτέ! χαχαχα! Χαλάρωσε, είσαι πολύ σφιγμένος!’’ ‘’Ποιοι είναι αυτοί, πνεύμα;΄΄, ρώτησε. ‘’Θα δεις, θα δεις’’. Η γυναίκα ήταν ξανθιά, μικροκαμωμένη με σγουρά μακριά μαλλιά, μελιά μάτια και μια μύτη τόσο λεπτή που θα τη νόμιζες γαλλική.             Ναι, τώρα αναγνώρισε τη γυναίκα του. Ήταν τα πρώτα τους Χριστούγεννα μαζί. Είχαν γυρίσει από ένα φιλικό πάρτι. Ήταν πολύ ερωτευμένοι. Ο Βασίλης είδε τον εαυτό του να βγάζει ένα δαχτυλίδι φο μπιζού από την τσέπη του και να το δίνει στη μέλλουσα σύζυγό του λέγοντάς της ‘’Δεν έχει αξία αυτό, αλλά έχει ύψιστη αξία αυτό που νιώθω για εσένα. Πολύ θα ήθελα να περνάμε κάθε Χριστούγεννα έτσι αγκαλιασμένοι με την οικογένειά μας, ευτυχισμένοι, αγνοώντας όλα τα προβλήματα!’’ Η γυναίκα συγκινήθηκε. Δάκρυα έτρεξαν στο πρόσωπό της, τα οποία σκούπισε ο άντρας της με φιλιά.  Ο Βασίλης έσκυψε το κεφάλι του από ντροπή. Τώρα βρισκόταν έξω από το σπίτι. ‘’Της είπα ψέματα πνεύμα. Δεν την έχω ευτυχισμένη. Όλο γκρινιάζουμε ο ένας στον άλλον και το μεσημέρι ευχόμουν να είχα ακόμα την εργένικη ζωή μου πίσω!’’ ‘’Ποτέ δεν είναι αργά για να συνειδητοποιήσεις τα λάθη σου και να βελτιώσεις τη ζωή σου ώστε να είσαι ευτυχισμένος αν πραγματικά αγαπάς την οικογένειά σου!’’ ‘’Μα, τους λατρεύω’’ απάντησε συγκινημένος ο Βασίλης. Το πνεύμα προχώρησε λίγο και έχοντας πλάτη στον Βασίλη είπε ‘’Θα σε επισκεφτούν άλλα δύο πνεύματα. Το πνεύμα του παρόντος και του μέλλοντος. Έχε το νου σου. Τώρα είναι η ευκαιρία σου!’’ κι έτσι χάθηκε μες στο σκοτάδι, ενώ ο Βασίλης πίσω του έτρεχε ρωτώντας πότε θα συνέβαινε αυτό.
Ενώ έτρεχε μες στο σκοτάδι βρέθηκε σε μια πλατεία. Κάθισε να ξεκουραστεί για λίγο σε ένα παγκάκι. Έσκυψε το κεφάλι του κρατώντας το με τα δύο χέρια πάνω από τα γόνατα και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Τότε άκουσε έναν βήχα. Γύρισε το κεφάλι ελαφριά προς τα δεξιά κι είδε έναν μεσήλικα άντρα μετρίου αναστήματος με σκούρο γκρι βαμβακερό παλτό, μαύρη τραγιάσκα, μπεζ φουλάρι γύρω από το λαιμό, να ξεφυλλίζει ένα βιβλίο γρήγορα ρουφώντας αργά καπνό από μια μακριά καφέ πίπα. Το πρόσωπό του ήταν σκασμένο και τα μάτια του σκούρα μαύρα. Ο μεσήλικας άντρας χωρίς να τον κοιτάξει καθόλου του είπε. ‘’Μην περιμένεις έτσι. Χάνεις χρόνο’’. Ο Βασίλης νόμιζε ότι δεν άκουσε καλά και ρώτησε ‘’Ορίστε;’’. Τότε ο άντρας κοιτάζοντάς τον βαθιά στα μάτια επανέλαβε τη φράση και ο Βασίλης ένιωσε να τον διαπερνά κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Άρχισε να τινάζεται νευρικά και ξαφνικά βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει έξω από ένα διαμέρισμα στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας του. Ο μεσήλικας άνδρας ήταν δίπλα του ασάλευτος. Ο Βασίλης τον κοίταξε χαμογελώντας ‘’Τώρα κατάλαβα. Είσαι το δεύτερο πνεύμα ε; ‘’ Ο άντρας δεν μίλησε. ‘’Μπορώ να πω ότι το πρώτο πνεύμα ήταν πιο διασκεδαστικό. Πολύ λιγομίλητος είσαι!’’ πρόσθεσε ο Βασίλης, αλλά ο άντρας δεν μίλησε και πάλι. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα για να βγει ένας γιατρός και οι δύο άντρες κατάφεραν να μπουν μέσα. ‘’Τι είναι εδώ πνεύμα; Θα μου πεις τουλάχιστον; Είμαστε στην πολυκατοικία μου, αλλά δεν ξέρω ποιος μένει εδώ.’’ Τότε είδε μια νεαρή γυναίκα να βγαίνει έξω από ένα δωμάτιο κλαίγοντας και να παίρνει τα δυο της παιδιά αγκαλιά. Γονάτισαν στον καναπέ κι άρχισαν να προσεύχονται. Ο Βασίλης με τον άντρα μπήκαν στο δωμάτιο. Εκεί βρισκόταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα πολύ άρρωστος. Είχε καρκίνο κι ο γιατρός του είχε δώσει κάποιες μέρες ζωής. ‘’Τον ξέρω αυτόν!’’ αναφώνησε ο Βασίλης. Μου είχε πιάσει την κουβέντα πριν ένα μήνα στον διάδρομο σχετικά με το ασανσέρ και την ανακαίνιση που χρειαζόταν! Δεν είναι δυνατόν να γίνει καλά πνεύμα; Τι πρέπει να κάνω για να γίνει καλά; Τι; Πες μου! ‘’ Το πνεύμα επιτέλους μίλησε. ‘’Θα καταλάβεις από μόνος σου τι πρέπει να κάνεις. Η απάντηση βρίσκεται μέσα σου.’’ Μέχρι ο Βασίλης να κοιτάξει το πνεύμα, εκείνο είχε εξαφανιστεί κι εκείνος άρχισε να δακρύζει, γιατί αισθάνθηκε ένοχος που αγνοούσε το πρόβλημα που ήταν δίπλα του, εκεί! Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να μονολογεί ‘’Τι άλλο, τι άλλο θα δω;’’.
Άνοιξε τα μάτια του και βρισκόταν για μια ακόμη φορά στον δρόμο. Προχώρησε λίγα μέτρα. Παντού γύρω σκοτάδι, νύχτα ώσπου συνάντησε έναν ψιλόλιγνο άντρα μαύρο, ανέκφραστο, με μαύρα μάτια που έβαζαν σπίθες μόλις τα κοίταζες και μεγάλους κύκλους κάτω από αυτά. Τα μάγουλά του είχαν μπει μέσα και ο λαιμός του ήταν τόσο μακρύς που νόμιζες ότι το κεφάλι δεν ανήκε σε αυτό το σώμα. Άπλωσε το μακρύ του χέρι κι έδειξε στον Βασίλη ένα πάρκο. Ο Βασίλης πλέον κατάλαβε. Έπρεπε να πάει προς τα εκεί. Βάδισε για μερικά μέτρα κι έφτασε. Είδε τρεις άντρες να λογομαχούν έντονα. Σαν να αναγνώριζε τον έναν. Ένας ψηλός ξανθός άντρας με μακρύ πρόσωπο, και γαλάζια μάτια. Μέχρι να τον αναγνωρίσει εκείνος έλαβε μια μαχαιριά στο στομάχι που τον έριξε κάτω. Οι δύο άντρες άρχισαν να τρέχουν αφήνοντας τον νεαρό εκεί πίσω. Ο Βασίλης θέλησε να τρέξει να τον βοηθήσει. Ο μαύρος άνδρας του έπιασε τον ώμο εμποδίζοντάς τον και τότε εμφανίστηκε μια μελαχρινή γυναίκα ουρλιάζοντας. Ήταν πολύ αδύναμη και καχεκτική. Προσπάθησε να σηκώσει τον νεαρό φωνάζοντας ‘’Στέφανε, Στέφανε με ακούς;’’. Ο Βασίλης έντρομος κατάλαβε ότι ήταν τα παιδιά του. Έσπρωξε τον άντρα που τον εμπόδισε κι έτρεξε να βοηθήσει. Μάταια. Δεν μπορούσε. Κανείς δεν τον έβλεπε. Άρχισε να σπαράζει όντας αδύναμος να βοηθήσει. Η Ουρανία έκλαιγε γοερά. Ο αδερφός της είχε φύγει. Ο Βασίλης σωριάστηκε στο πάτωμα απογοητευμένος. ‘’Είσαι το τρίτο και χειρότερο πνεύμα! Αυτό του μέλλοντος! Γιατί; Γιατί συνέβη αυτό μου λες; ‘’ Το πνεύμα απάντησε ‘’Κι αυτή την απάντηση θα τη βρεις μόνος σου’’ κι εξαφανίστηκε μες στο σκοτάδι.
Ο Βασίλης ξύπνησε ιδρωμένος και δακρυσμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που είδε, αν ήταν πραγματικότητα ή όνειρο. Όπως και να ΄χει ήταν κάτι πολύ ζωντανό που τον συντάραξε. Ίσως το υποσυνείδητο να ήθελε να του δώσει ένα καλό μάθημα. Ένα μάθημα ζωής. Αυτό της αγάπης για τους δικούς του ανθρώπους και για τους διπλανούς του. Ούτως ή άλλως όλοι είχαν να πληρώσουν λογαριασμούς. Το βασικό ήταν ότι ήταν υγιής κι είχε αγαπημένους ανθρώπους δίπλα του. Είχε παντρευτεί τη γυναίκα που αγάπησε, είχε κάνει δύο αξιολάτρευτα παιδιά, είχε τους φίλους του ακόμα για να βλέπουν αγώνες τις Κυριακές, να πίνουν μπύρες και να θυμούνται τα παιδικά τους χρόνια, είχε τη δουλειά που αγαπούσε, αν και με μειωμένο μισθό, αλλά τη λάτρευε, τους γονείς του που συνέχιζαν να τον στηρίζουν, το σπίτι που ονειρεύτηκε και για το οποίο χαλάλι τα δάνεια που πλήρωνε! Ξαφνικά ξεκίνησε να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Όλα στη ζωή του ήταν τέλεια. Είχε τη δύναμη να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία και θα το έκανε με επιτυχία!
Η ώρα ήταν έντεκα το βράδυ. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα από την οποία αναδυόταν μυρωδιά γλυκών κι ακουγόταν μια χαρούμενη μελωδία. Μπαίνοντας μέσα είδε τη γυναίκα του με τα παιδιά του να φοράνε σκούφους, να τραγουδάνε χριστουγεννιάτικα τραγούδια και να φτιάχνουν σοκολατόπιτα. Κάθισε λιγάκι στη γωνία και τους χάζευε. ‘’Τι όμορφη οικογένεια που έχω, σκέφτηκε!’’ Μόλις τα παιδιά των είδαν ούρλιαξαν από τη χαρά τους. Ο Στέφανος τον πλησίασε κι είπε ‘’Κοίτα μπαμπά, φτιάξαμε μελομακάρονα και τώρα σοκολατόπιτα, έλα κι εσύ!’’ Ο Βασίλης βαθιά συγκινημένος χαμογέλασε. ‘’Φυσικά και θα έρθω’’. Η Ελένη κατάλαβε ότι κάτι είχε αλλάξει. Τον φίλησε γλυκά και του ψιθύρισε ΄΄Έλα αγάπη μου, βάλε κι εσύ ένα σκούφο. Έρχονται Χριστούγεννα σε μια ώρα’’. Εκείνος πρόθυμα έβαλε τον σκούφο κι είπε ‘’Ναι, αγάπη μου. Κάθε μέρα από εδώ και στο εξής θα είναι Χριστούγεννα. Και τι λέτε μικρά ζιζάνια να φτιάξουμε μελομακάρονα και να μοιράσουμε σε όλη τη γειτονιά για να γνωρίσουμε τους γείτονές μας; ‘΄. Τα παιδιά φώναξαν δυνατά ‘’Ναι! Μελομακάρονα με τον μπαμπά’’.
Κι έτσι, ζύμωναν όλο το βράδυ, ακούγοντας χριστουγεννιάτικα τραγούδια, γελώντας και παίζοντας, γιατί ήταν Χριστούγεννα! J

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

ENGLISH COURSE

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΡΗΜΑΤΑ, ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ, ΕΠΙΘΕΤΑ, ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ Κ.Α

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

  1. I have an important conference at work tomorrow, so I am rather busy.
  2. Our friends are sitting in the corner, look!
  3. Would you like to come to our party on Saturday, Jessica?
  4. This coffee is really good!
  5. And It’ s cheap here.

Υπάρχουν 8 διαφορετικά μέρη του λόγου στα αγγλικά. Αυτά είναι τα εξής:
  • Ουσιαστικά (nouns): conference, work, coffee, party, Saturday, Jessica, friends, corner.
  • Επίθετα ( adjectives): important, busy, good, cheap
  • Επιρρήματα (adverbs): tomorrow, rather, really, here
  • Προθέσεις ( prepositions): at, to, on, in
  • Άρθρα ( determiners): an, the
  • Αντωνυμίες (pronouns): I, it, you, our, this
  • Συνδετικές λέξεις ( Linking words): so, and

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

  1. Διαβάστε την παρακάτω παράγραφο και προσδιορίστε σε ποια μέρη του λόγου ανήκουν οι υπογραμμισμένες λέξεις.

Andrew didn’ t go to the cafe with the other students. Rachel told him they were going there, but he wanted to finish his work. Andrew isn’ t very sociable. He stays in his room and he concentrates totally on his studies. He’ s an excellent student, but he doesn’ t have much fun.

To preposition
Cafe – noun
  1. the –
  2. told –
  3. they –
  4. there –
  5. he –
  6. finish –
  7. sociable –
  8. and –
  9. in –
  10. excellent –
  11. but –
  12. fun -

  1. Διαβάστε την παράγραφο και καταγράψτε τις λέξεις στα κενά κάτω. Γράψτε τα 3 πρώτα ρήματα κάτω από τη στήλη ‘Verbs’ και ούτω καθεξής. Μην γράφετε κάθε λέξη περισσότερο από μία φορά.

Henry thinks Claire is wonderful. He loves her madly, and he dreams of marrying her, but unfortunately he is rather old for her. Today they are at a café with their friends Sarah and Mark, so Henry can’ t get romantic with Claire. But he might buy her some flowers later.

VERB                   NOUN                        ADJECTIVES                        ADVERBS





PREPOSITIONS  DETERMINERS        PRONOUNS  LINKINK WORDS






  1. Οι υπογραμμισμένες λέξεις είναι ρήματα, ουσιαστικά ή επίθετα;

  1. Shall we go for a walk? Noun
  2. Shall we walk into town? Verb
  3. Laura wanted to talk to Rita.
  4. Laura wanted a talk with Rita.
  5. The windows aren’ t very clean.
  6. Doesn’ t anyone clean the windows?
  7. We went to a fabulous show in New York.
  8. Laura wanted to show Rita her photos.
  9. Henry thought Claire looked beautiful.
  10. A strange thought come into Emma’ s head.
  11. Sarah is feeling quiet tired now.
  12. Studying all night had tired Andrew out.














ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Μία πρόταση αποτελείται από Υποκείμενο (subject), Ρήμα( verb), Αντικείμενο (object) ή Προσδιορισμό (complement) είτε επιθετικό είτε επιρρηματικό (adverbial). Σε μια πρόταση πρώτη λέξη είναι συνήθως το Υποκείμενο, έπειτα το Ρήμα και μετά το Αντικείμενο ή ο προσδιορισμός.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

1. I really need a rest.
I: υποκείμενο (subject)
Need: ρήμα (verb)
A rest: αντικείμενο (object)
Really: προσδιορισμός (adverbial)

2. David bought Melanie a present yesterday.
David: υποκείμενο (subject)
Bought: ρήμα (verb)
Melanie: αντικείμενο άμεσο (object)
A present: αντικείμενο έμμεσο (object)
Yesterday: προσδιορισμός (adverbial)

ΑΣΚΗΣΕΙΣ

    1. Γράψτε τη συντακτική θέση των υπογραμμισμένων λέξεων στις προτάσεις που ακολουθούν:
We’ re having a great time. – object
1.      The weather is marvellous. –
2.      We really enjoy camping. –
3.      It’ s great. -
4.      We’ re on a farm. -
5.      We like this place. -
6.      The scenery is beautiful. –

    1. Βάλτε τις λέξεις στη σωστή σειρά και ξαναγράψτε τις προτάσεις:
Ø  is/ Melanie/ very nice – Melanie is very nice
Ø  football/ likes/ Tom –
Ø  an accident/ David/ had –
Ø  moved/ the piano/ we –
Ø  a tall woman/ Harriet/ is –
Ø  sat/ on the floor/ everyone –
Ø  gave/ some help/ Mike’ s friends/ him –




Ο χειμώνας περνούσε κι ήρθε η άνοιξη, έπειτα καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο! 4

Η Τζέιν επέστρεψε σπίτι. Με το που πέρασε την πόρτα του σπιτιού κοντοστάθηκε καμπουριάζοντας, κοιτάζοντας προς το ταβάνι κι αφήνοντας τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα της στο πάτωμα με μια δυνατή κίνηση. Πάλι ήταν μόνη. Κάθε φορά ένιωθε μόνη, μόνο που τώρα ήταν στην πραγματικότητα. Ο Άνταμ δεν θα επέστρεφε σήμερα στο σπίτι ούτε τόσο αργά όσο γυρνούσε καθημερινά. Τώρα συνειδητοποίησε πόσο πολύ της άρεσε ο ήχος που έκανε η πόρτα κάθε φορά που την άνοιγε για να μπει,  σε συνδυασμό πάντα με το βαρύ του περπάτημα. Ένιωσε για μια στιγμή να ακούει αυτόν τον απλό ήχο και της ήταν αρκετό για να νιώσει ότι δεν ήταν μόνη. ‘’Δεν θέλω τίποτε άλλο, Θεέ μου’’, σκέφτηκε, ‘’μόνο κάθε βράδυ να ακούω αυτόν τον ήχο’’. Μπορεί να μην το καταλάβαινε προηγουμένως, αλλά καταλαμβανόταν από ανακούφιση κάθε φορά που ο άντρας της έμπαινε μες στο σπίτι επιστρέφοντας από τη δουλειά.
Πετώντας τα ρούχα της κινήθηκε αργά προς το μπάνιο για να κάνει ένα ζεστό ντους και να χαλαρώσει. Για ώρες έριχνε το νερό επάνω της με τα μάτια κλειστά και εικόνες να στριφογυρίζουν συνεχώς στον νου της. Μόλις βγήκε από το ντους με την πετσέτα γύρω της έκανε μια απαλή και  αργή κίνηση να καθαρίσει τους υδρατμούς από τον καθρέφτη, ώσπου συνάντησε το πρόσωπό της. Άρχισε να το εξετάζει σαν το έβλεπε πρώτη φορά. Με τα δάχτυλά της τέντωσε το μέτωπό της κι έπειτα με τις άκρες τους  προσπάθησε να ανοίξει όσο το δυνατόν περισσότερα τα μάτια της. Έπειτα, κατευθύνθηκε προς τη μύτη. Πότε την έβρισκε μεγάλη, πότε μικρή, πότε ήθελε να την αλλάξει, πότε την καμάρωνε… Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τα χείλη. Τα σούφρωσε για να δει πόσο σαρκώδη μπορεί να γίνουν και παρατήρησε για πρώτη φορά ότι το επάνω χείλος της δεν ξεχώριζε από το κάτω, ήταν σχεδόν τα ίδια. Ξεφύσησε παρατηρώντας δυο μικρές ρυτίδες που ξεπρόβαλλαν δειλά δειλά στις άκρες των ματιών της. Θα μπορούσε να χαμογελάσει και να το θεωρήσει γοητευτικό ή να σημειώσει στην ατζέντα της ότι θα έπρεπε να επισκεφτεί την επομένη το εμπορικό για να διαλέξει μία καλή αντιρυτιδική κρέμα. Εντούτοις, έμεινε ανέκφραστη, ακίνητη εκεί μπροστά από τον καθρέφτη να παρατηρεί τις ρυτίδες της. ‘’Σημάδια της ζωής’’ σκέφτηκε. Ίσως αν χαμογελούσε περισσότερες φορές, να κατάφερνε να έχει και μικρές, λεπτές ρυτίδες γύρω από το στόμα. ‘’Θα πρέπει να  χαμογελάω περισσότερο’’, ψιθύρισε.
Σκουπίζοντας το σώμα της κοίταξε ένα σημάδι που είχε στο δεξιό της αγκώνα και το οποίο ήταν εκεί από τα παιδικά της χρόνια, από ένα χτύπημα που είχε όταν έπαιζε κυνηγητό και χτύπησε σε μια κολώνα κοιτάζοντας πίσω τον Γιαννάκη που έτρεχε πίσω της με μανία. Πόσο πολύ χάρηκε το παιχνίδι όταν ήταν παιδί! Καμία σχέση με το παιχνίδι που έκαναν τα παιδιά της. Κλεισμένα στο σπίτι, αποκομμένα από τον κόσμο, αποχαυνωμένα μπροστά στην τηλεόραση! Στην καλύτερη να έπαιζαν κάποια Κυριακή στην παιδική χαρά, γιατί τότε είχε χρόνο η Τζέιν να τα πάει. Άντε και το παιχνίδι που έκαναν με τα άλλα παιδάκια στον παιδικό σταθμό. Θυμήθηκε το κατσάδιασμα που της έριχνε η μητέρα της επειδή συνεχώς γυρνούσε στο σπίτι χτυπημένη, αλλά και τα γέλια που έβαζε κάθε φορά που έπεφτε. ‘’Τα έχουμε κακομάθει τα σημερινά παιδιά. Μην γρατζουνιστούν, μη χτυπήσου καθόλου! Φέρνουμε αμέσως την καταστροφή! Εμείς φταίμε’’. Φυσικά, αφού αν δεν γρατζουνιστείς, αν δεν φέρεις σημάδια πάνω σου, δεν ξέρεις τι σημαίνει να ζεις!
Η ώρα είχε περάσει. Άλλαξε αμέσως ρούχα και ανασηκώνοντας την τσάντα της από το πάτωμα έφυγε. Έπρεπε να φέρει τα παιδιά της σπίτι.

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

Μετά από μια νωχελική και σχεδόν τελετουργική κίνηση έστριψε το τσιγάρο και το έβαλε στο στόμα του, ενώ με το  αριστερό χέρι  βαθιά στη τσέπη του παντελονιού του και με γκριμάτσα εκνευρισμού και συνάμα αγανάκτησης προσπάθησε να βρει τον αναπτήρα που συνέχεια έχανε. Όπως πάντα τον βρήκε κι άναψε το τσιγάρο. Ρούφηξε αργά κλείνοντας τα μάτια κι απολαμβάνοντας την απλότητα που αναδύεται μέσα από ένα σύννεφο καπνού!
Στιγμές περνούν μπροστά απ’ το μυαλό του. Τις αφήνει να περνούν χωρίς να τον αγγίζουν, αν και κάπου κάπου αναστενάζει, απλά βλέποντάς τις να περνούν. Είναι η ζωή του όλη. Ένα βιβλίο, ένας θησαυρός μέσα στα χαρακώματα να του κρατάει συντροφιά. Αποτυχίες, επιτυχίες, πτώσεις κι ανατάσεις… τα βλέπει όλα να προχωρούν μπροστά του. Τα κοιτάζει, τα ψάχνει, τα σκαλίζει σαν παιχνίδια, σαν να τα πρωτοσυνάντησε απόψε. Ανοίγει τα μάτια του ξανά. Ρίχνει ένα βλέμμα πάνω του και αφού συνειδητοποιεί ότι όλα είναι εντάξει, ξανακλείνει τα μάτια κι απολαμβάνει το τσιγάρο του.
Κάτι τον ανησυχεί. Μια συνεχή περιπέτεια αναζητά, μια μάχη. Το αίμα κυλά πιο γρήγορα αυτή τη φορά στις φλέβες του και οι παλμοί ανεβαίνουν. Χάνεται στον βυθό του, σ’ αυτόν τον παράξενο εαυτό του. Θυμάται ένα λάθος του κι αναστενάζει μουρμουρώντας ότι δεν έπρεπε να το είχε κάνει. Ξαφνικά βλέπει την αιτία για την οποία έκανε το λάθος και χαμογελάει ‘’νεανική επιπολαιότητα’’, ψιθύρισε, ‘’δεν βαριέσαι! Τουλάχιστον το έζησα!’’.
Μέσα στις σκέψεις του στριφογυρίζει μια γυναίκα. Πότε μάνα, πότε αδερφή, πότε η πρώτη ερωμένη, η δεύτερη, η τρίτη, πότε η γυναίκα της ζωής του ή μάλλον εκείνη που θεωρούσε ως γυναίκα του παντοτινή, πότε ένα αθώο παιδικό φλερτ, πότε μια γυναίκα αρκετά μεγαλύτερή του, πότε η γυναίκα που τον έφτασε στα άκρα, που τον πάθιασε τρελά, που τον τρέλανε, πότε η γυναίκα που τον απογοήτευσε, αυτή την οποία πίστεψε, πότε η γυναίκα που τον αγάπησε αληθινά, αλλά της οποίας την αγάπη δεν μπόρεσε να αντέξει… Σε όλα μέσα μια γυναίκα. Ένα από τα μεγάλα πάθη του!
Το τσιγάρο σβήνει. Διακόπτει για λίγο τις σκέψεις του ώστε να το ανάψει. Η ματιά του καρφώνεται στην αριστερή παλάμη του. Την κοιτάζει εξονυχιστικά. Ποτέ δεν την είχε παρατηρήσει τόσο έντονα. Εξετάζει κάθε βαθιά χαρακιά και θυμάται τότε που μια τσιγγάνα του είχε πει ότι η ζωή του θα ήταν έντονη λόγω του βάθους των γραμμών που έφερε! Εκείνος γέλασε περιπαικτικά, αλλά δίνοντας την εντύπωση ότι συμφωνούσε. Πιάνει ένα ένα τα δάχτυλά του από μέσα. Τόσο κουρασμένα και συνάμα τόσο σκληρά απ’ τη δουλειά. Δεν θυμάται ανέμελα παιδικά χρόνια παρά μόνο χέρια γεμάτα στη μουτζούρα.
Αγγίζει το δεξί του γόνατο συνοφρυώνοντας και βγάζοντας ένα ελαφρύ βογγητό. Θυμάται το τραύμα από έναν παλιό τσακωμό, από τότε που θεωρούσε ότι το να είσαι άντρας φαίνεται από το νταηλίκι κι από το μπλέξιμο σε καυγάδες. Από το μπλέξιμο σε περιπέτειες γενικότερα! Πολύ αργότερα κατάλαβε ότι το να είσαι άντρας φαίνεται από το κατά πόσο μπορείς να κρατάς το λόγο σου και να αντιπροσωπεύεις αυτό το οποίο υποστηρίζεις ότι είσαι με όλο σου το σθένος!
Και κάπου εκεί στο βάθος ακούει τους γονείς του να γκρινιάζουν και να τον μαλώνουν για τα λάθη του. Ένα διαρκές κατσάδιασμα ακόμα για τις σωστές επιλογές, μια συνεχή ανησυχία που μετατρεπόταν πάντα σε τσακωμό. ‘’Είναι η ζωή μου και την ορίζω εγώ όπως θέλω’’ τους έλεγε επανειλημμένως. Τώρα ξεφυσάει και σκέφτεται ότι έτσι θα έκανε και στα δικά του παιδιά. Συνεχώς θα  τα έψεγε και συνειδητοποιεί πόσο δίκιο είχαν οι γονείς του τότε, αλλά και λάθος να είχαν, πάντα θα ήταν στο πλευρό του ό,τι και να έκανε εκείνος. Πάντα θα τον δέχονταν πίσω. ‘’Σαν τους γονείς κανείς’’ μουρμουρίζει πάλι.
Ένας αποτυχημένος γάμος, γυναίκες που δεν του καλύπτουν το κενό,  μια δουλειά που του προκαλεί άγχος, ένα σπίτι αρκετά μικρό για εκείνον πλέον, φίλοι με τους οποίους δεν μπορεί να συζητήσει για τα πάντα και να είναι ο εαυτός του, όλα τυποποιημένα, ακόμα και η διασκέδαση, ακόμα και αυτά που τρώει!Μονοτονία και μοναξιά, κι έτσι το τσιγάρο σβήνει… Σηκώνεται, παίρνει το όπλο και ορμάει στη μάχη. Το τσιγάρο σβήνει, αλλά όχι ο πόθος του για να κερδίσει τη ζωή που ονειρεύεται, τη ζωή που του αξίζει! Πυξίδα οι στόχοι του κι εφόδια τα λάθη απ’ τα οποία έμαθε τι είναι αυτό το οποίο αληθινά χρειάζεται.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Ο χειμώνας περνούσε κι ήρθε η άνοιξη κι έπειτα καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο! Επεισόδιο 3


Μία έντονη και συνεχής μελωδία έκανε την Τζέιν να ανασηκωθεί απότομα από τον καναπέ. Ήταν το ξυπνητήρι που βρισκόταν πάνω στην τεράστια ξύλινη βιβλιοθήκη, η οποία απλωνόταν κατά μήκος ενός από τους μακρούς τοίχους του σαλονιού καλύπτοντάς τον από πάνω έως κάτω μην αφήνοντας κανένα κενό του να αναπνέει. Κάποιες φορές η Τζέιν όντας καθισμένη στον καναπέ χάζευε για μερικά λεπτά τη γιγαντιαία αυτή βιβλιοθήκη αναρωτώμενη πόσα από όλα αυτά τα βιβλία έχουν κατορθώσει να διαβάσουν κι αν τα διάβαζαν όλα, αν πραγματικά θα κατείχαν τη γνώση όλου του κόσμου. Υπήρχαν και φορές που σκεφτόταν να την ξηλώσει τοποθετώντας στη θέση της διάσπαρτα ράφια στολισμένα με λουλούδια και διάφορα στολίδια δίνοντας μία πιο ευχάριστη αισθητική στον χώρο. Πάντα, όμως κάτι την εμπόδιζε. Ίσως η υπεροπτική φύση του ζευγαριού στο να επιδεικνύει την καλλιέργεια και το πάθος του για γνώση στους εκάστοτε επισκέπτες του!
Παραπατώντας από τη νύστα και ανασηκώνοντας τα μαλλιά της, ώστε να βλέπει μπροστά της, κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη για να σταματήσει το ξυπνητήρι. Μόλις έστριψε το κεφάλι της δεξιά στο γραφείο του Άνταμ και είδε φακέλους και χαρτιά διασκορπισμένα στο πάτωμα συνοφρυωμένη και συνάμα εκνευρισμένη περπάτησε ως εκεί για να τα μαζέψει, αλλά μόλις είδε τον Άνταμ μπρούμυτα, πεσμένο στο πάτωμα  με τα χέρια και τα πόδια σε διάσταση, έβαλε τις φωνές κι άρχισε να τον ταρακουνάει να ξυπνήσει. Αρχικά, νόμιζε ότι είχε λιποθυμήσει, αλλά μάταια προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Έπιασε διστακτικά τον σφυγμό του και δεν τον ένιωθε. Ξαναδοκίμασε πιο ήρεμα επιχειρώντας να καταλαγιάσει τον πανικό της, όταν διαπίστωσε ότι  δεν ανέπνεε!
Ο δείκτης του ρολογιού στη στενόμακρη αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου έδειχνε 21.00. Η Τζέιν στριφογυρνούσε όπως οι λεπτοδείκτες του ρολογιού μπροστά από τη διπλή ανοξείδωτη πόρτα της εντατικής έχοντας σκυμμένο το κεφάλι και φέροντας το δεξί της χέρι κάτω από το σαγόνι της αγωνιώντας και καραδοκώντας να βγει κάποιος γιατρός ώστε να τον αρπάξει και να μάθει νέα για την κατάσταση του Άνταμ. Η πόρτα άνοιξε και μια νεαρή ξανθιά νοσοκόμα βγήκε τρέχοντας. Η Τζέιν έτρεξε από πίσω της φωνάζοντάς και ρωτώντας για τον άντρα της. Η νοσοκόμα γύρισε λίγο το κεφάλι της λέγοντας στην Τζέιν με μια λεπτή φωνή που μετά βίας ακούστηκε ότι ακόμα δεν γνωρίζουν κάτι για την κατάσταση του Άνταμ. Η Τζέιν σταμάτησε να τρέχει, έμεινε για λίγο ασάλευτη μες στη μέση της αίθουσας, ώσπου τρεις νοσοκόμοι της φώναξαν να κάνει στην άκρη για να περάσει ένα φορείο που έφερε ένα τραυματισμένο νεαρό μελαχρινό παιδί για την εντατική. Τότε η Τζέιν έκανε τελείως  μηχανικά στην άκρη και ακουμπώντας με την πλάτη της στον τοίχο κάθισε κάτω και κουλουριάστηκε πιάνοντας τα γόνατα της και βάζοντας ανάμεσα στα πόδια της το κεφάλι της. Όπως συμβαίνει σε στιγμές που κοντεύουμε να χάσουμε έναν δικό μας άνθρωπο, περνούσαν από μπροστά της εικόνες από τη ζωή της με τον Άνταμ και άρχισε να αισθάνεται ενοχές για τις στιγμές που του φώναζε ότι την παραμελεί, ενώ εκείνος κόπιαζε να βγάζει χρήματα ώστε να της παρέχει τα πάντα. Αισθανόταν τύψεις που είχε περάσει από το μυαλό της να τον χωρίσει ή ακόμα και που είχε γλυκοκοιτάξει έναν νεαρό γοητευτικό άντρα που την είχε προσέξει στο δρόμο. Τότε συνειδητοποίησε πόσο σημαντικός ήταν ο άντρας της για εκείνη κι ότι οι δυσκολίες που περνούσαν ήταν μέρος της κοινής ζωής που επέλεξαν να μοιραστούν.  Ξεκίνησε να κατηγορεί τον εαυτό της για όλα τα προβλήματά τους μονολογώντας  ‘’εγώ φταίω, εγώ για όλα!’’.
Ενώ αναλογιζόταν τα λάθη της, ένιωσε ένα χέρι να της πιάνει τον ώμο. Ήταν ο γιατρός που είχε αναλάβει τον Άνταμ. Τραντάχτηκε κι ανασηκώθηκε γρήγορα με το βλέμμα να κοιτάζει προσεκτικά τα χείλη του γιατρού αναμένοντας αυτά που είχε να της πει. ‘’Πώς είναι γιατρέ ο άντρας μου, πείτε μου, σας παρακαλώ’’. Μετά βίας κατάφερε να ακουστεί η φωνή της, καθώς  πνιγόταν από τους σιωπηλούς λυγμούς της. Ο γιατρός στεκόταν εκεί με ατάραχο και σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπο, στο οποίο με το ζόρι φαινόταν καμιά φορά ένα ελαφρύ χαμόγελο πίσω από την πλούσια γκριζωπή γενειάδα που έφερε. Έβγαλε τα γυαλιά του με μια τελείως μηχανική κίνηση και κρατώντας τα με το δεξί χέρι άρχισε να της εξηγεί. ‘’Ο άντρας σας υπέστη καρδιακό επεισόδιο. Πιστεύουμε ότι ξεπέρασε τον κίνδυνο, αλλά η κατάσταση του θα σταθεροποιηθεί μέσα στις επόμενες εικοσιτέσσερις ώρες. Τότε θα μπορέσετε να τον δείτε, γι’ αυτό θα σας έλεγα να πηγαίνατε στο σπίτι σας να ξεκουραστείτε. Ούτως ή άλλως δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε άλλο, παρά μόνο υπομονή’’. Η Τζέιν ένιωσε για μια στιγμή ανακούφιση, καθώς η φωνή του γιατρού ήταν αρκετά καταπραϋντική και μειλίχια. Αποφάσισε να τον ακούσει και ξεκίνησε για το σπίτι.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

ΜΑ ΠΟΥ ΠΑΜΕ;;;


Καθημερινά διαβάζω, ακούω και βλέπω διάφορες θεωρίες εσχατολογικού περιεχομένου , οι οποίες όσο περνάει ο καιρός και όσο δυσκολεύουν οι καταστάσεις ξεπηδούν όλο και περισσότερο κατά τέτοιον τρόπο που θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι οι άνθρωποι τώρα ξεκίνησαν να ανησυχούν και να αναζητούν μανιωδώς την αληθινή αιτία όλων των δεινών τους. Έτσι, ξαφνικά μαθαίνουμε για εξωγήινες οντότητες που έχουν επισκεφτεί τη γη πολλές φορές κατά το παρελθόν και οι οποίες ετοιμάζουν θεαματική επάνοδο. Μαθαίνουμε για παγκόσμιες και αρχέγονες συνωμοσίες μεταξύ των ισχυρών της γης, οι οποίοι αποβλέπουν στο να μειώσουν τον αριθμό των ανθρώπων καθώς τους θεωρούν ασύμφορους. Μαθαίνουμε για ανεξήγητα μυστήρια τα οποία συνδέονται με θρησκοληπτικές δοξασίες. Αναμένουμε τον Αντίχριστο που θα ανακηρυχτεί ως παγκόσμιος ηγέτης, τον Μεσσία των Εβραίων, τον Δία με τους 12 θεούς… πάντως κάποιον αναμένουμε με μεγάλη αγωνία!!!Πόλεμοι στη Μέση Ανατολή, σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί!!! Όλοι μιλάνε για σημεία των καιρών, είτε θρησκόληπτοι είτε άθεοι είτε μηδενιστές. Και από την άλλη έρχεται και ο Νιμπίρου, ο λεγόμενος πλανήτης Χ το 2012, ο οποίος θα προκαλέσει μεγάλες ανακατατάξεις στη γήινη σφαίρα, αλλά ακόμα ο πλανήτης μας θα επιβιώσει, δεν ήρθε η ώρα του. Κι όλα αυτά ενώ οι Μάγιας άφησαν δύο ημερολόγια κι όχι ένα, έτσι γιατί θέλησαν να παίξουν μαζί μας!!!!!! Και πώς το βρήκαν αυτό οι Μάγιας;; Τι συστήματα είχαν;; Τι να συμβολίζουν τα διάφορα περίεργα αντικείμενα που απεικονίζονται στις ιερογλυφικές πλάκες των Αιγυπτίων, των Σουμερίων και των Βαβυλωνίων; Πώς οι άνθρωποι περασμένων χρόνων είχαν αναπτύξει υψηλότερη τεχνολογία από εμάς; Μήπως εμείς κατέχουμε ακόμα πιο εξελιγμένη τεχνολογία, αλλά οι απλοί άνθρωποι δεν έχουμε ιδέα; Μήπως έχουν φτιαχτεί ολόκληρες βάσεις στο διάστημα για να προστατεύσουν τους εκλεκτούς της γης σε περίπτωση βιβλικών καταστροφών; Κι έχουμε και τους αρχαίους Έλληνες θεούς, οι οποίοι πρόκειται να καταφτάσουν , αλλά δεν ξέρουμε τι ακριβώς θα κάνουν! Και μέσα σε όλα αυτά για τα οποία αγωνιούμε έρχεται και η κρίση που μας προκαλεί σύγχυση. Να αγωνιστούμε πιστεύοντας ότι θα αλλάξουμε την κατάσταση ή να μείνουμε στον καναπέ μας καθώς το παιχνίδι είναι στημένο και ό,τι και να κάνουμε πάει χαμένο; Και να οι καυγάδες μεταξύ φίλων και να οι ταμπέλες : αριστερός ο μεν, δεξιός ο δε, ακραίος ο επόμενος, τσιπραίος ο διπλανός, ζαμανφουτίστας ο παρακείμενος.  Εμφύλιος πόλεμος σε όλο του το μεγαλείο. Δεν κατεβαίνεις στο Σύνταγμα; Είσαι αδιάφορος και υποστηρικτής του συστήματος. Κατεβαίνεις;; Είσαι αριστερός και ταραξίας. Κατηγορείς για την κατάστασή σου τους Αμερικάνους, τους Εβραίους, τους αλλοδαπούς, τους Τούρκους, τους Σκοπιανούς, μέχρι και τους Σκανδιναβούς. Παντού θύτες και θύματα, αλλά εσύ είσαι πάντα το θύμα που περιμένει με αγωνία κάτι να συμβεί. Περιμένει και κηρύττει. Και να τα σχόλια στο Facebook  και να οι τσακωμοί στο Twitter. Τι;; Μιλάς για πατρίδα;; Είσαι φασίστας! Τι;; Υπερασπίζεσαι τους αλλόθρησκους;; Είσαι αριστερός. Αλλά, όλα κι όλα. Έχεις άποψη. Φυσικά. Έχεις άποψη να καταφέρεσαι εναντίον των πάντων και να υπερηφανεύεσαι ότι ξέρεις που πάει το πράμα κι ότι όλα είναι προμελετημένα. Έχεις άποψη να βλασφημάς τη χώρα, το κράτος, τη ζωή σου. Και τι καταλαβαίνεις; Νομίζεις ότι είσαι ξεχωριστός. Φυσικά και είσαι, αλλά όλοι είναι ξεχωριστοί. Όμως, αυτή η υπερβολική πίστη στον εαυτό σου αντί να σε κάνει να ορθοποδήσεις και να εξελιχθείς πνευματικά, να σταθείς στα πόδια σου και να δημιουργήσεις, γιατί σε κάνει να καταστρέφεις, να μένεις στάσιμος και να τρώγεσαι με τον διπλανό σου; Είσαι κι εσύ μέλος της κοινωνίας, είσαι μέλος της κατάστασης, είσαι συνυπεύθυνος, αλλά το μόνο που κάνεις είναι να ψάχνεις θύτες και να τα ρίχνεις όλα σε δαιμονικές και ανώτερες δυνάμεις. Που ζεις εσύ, αναρωτιέμαι; Στη στρατόσφαιρα; Γι’ αυτό λοιπόν, την επόμενη φορά που θα κρίνεις, να ξέρεις, ότι κρίνεσαι κι ο ίδιος για τη στάση σου και τη συμπεριφορά σου. Μήπως τελικά πρέπει να κοιτάξεις μέσα σου και να εξηγήσεις τι συμβαίνει στον εαυτό σου πρώτα; Η αλλαγή γίνεται εκ των έσω. Αν δεν συγυρίσεις το σπίτι σου πως θα συγυρίσεις μια γειτονιά; Μπορεί να νομίζεις ότι κατέχεις την αλήθεια, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αποδειχθεί, γιατί ο διπλανός σου έχει βρει μια άλλη αλήθεια και ο πιο δίπλα μια άλλη. Τελικά τι αληθεύει;;  Δεν χρειάζεται να μάθεις, απλά να ψάχνεις αναζητώντας παράλληλα και τον εαυτό σου και σεβόμενος την άποψη των άλλων. Μπορεί να αληθεύουν όλα, μπορεί να μην αληθεύει τίποτα, μπορεί να αληθεύει ένα μέρος. Κάποια στιγμή θα διαπιστώσεις ότι δεν υπάρχει αλήθεια παρά μόνο η αναζήτηση αυτής!

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ!

Η μικρή Μπρίτζετ έκλεισε τα μάτια της και είδε επιτέλους χρώμα να σκεπάζει τη γυμνή και γκρίζα πόλη της Αθήνας. Το έντονο κόκκινο, το κυανό,  το κίτρινο την έκαναν να νιώσει  ένα έντονο αίσθημα ευφορίας και ψυχικής ηρεμίας, ώσπου άνοιξε τα μάτια της και βρισκόταν ακόμα εκεί, μέσα στο Μουσείο της Ακρόπολης μπροστά από την οθόνη προβολής της ιστορίας του Παρθενώνα. Με τα μάτια πλέον ορθάνοιχτα τα πόδια της σε στάση προσοχής και τα χέρια της πλεγμένα το ένα με το άλλο, έμεινε εκεί ασάλευτη κι εκστασιασμένη για μερικά λεπτά. Ξαφνικά, αισθάνθηκε ένα χέρι πάνω στον ώμο της και μια γλυκιά κοριτσίστικη φωνή να την καλεί στην πραγματικότητα: «Ε! Μπρίτζετ! Είσαι καλά; Έπαθες κάτι;». Το νεαρό κορίτσι γύρισε προς τα πίσω με μια αργή και νωχελική κίνηση έχοντας ένα ελαφρύ μειδίαμα στο πρόσωπό της, ενώ συνάμα το βλέμμα της έκρυβε μέσα του μια απορία. Τότε αντίκρισε τη φίλη της τη Νίκη, ένα γλυκό και μικροκαμωμένο κορίτσι με μεγάλα μπλε μάτια γεμάτα ήλιο και σγουρά μαύρα μαλλιά ως τη μέση και τα οποία ακολουθούσαν κάθε της κίνηση ανεμίζοντας στον αέρα.
Τα δύο κορίτσια γνωρίστηκαν μέσα από μία ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης και συνομιλούσαν για μήνες. Όλα ξεκίνησαν από ένα βίντεο σχετικά με την Αρχαία Αθήνα, το οποίο είχε αναρτήσει η Νίκη στη σελίδα της. Η Μπρίτζετ φοιτώντας σε ένα νέο αυταρχικό ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου, όπου δεν τη συγκινούσε τίποτα περισσότερο από το μάθημα της ιστορίας, ενθουσιαζόταν στο έπακρο με την αρχαία ιστορία κι ιδιαίτερα με την αρχαία ελληνική ιστορία. Γι’ αυτό το λόγο άρχισε να κάνει έρευνα στο διαδίκτυο, να μαζεύει φωτογραφίες και βίντεο σχετικά με την Αρχαία Ελλάδα. Αμέσως όταν είδε το βίντεο της Νίκης, το σχολίασε κι από εκεί και πέρα τα δύο κορίτσια μετά από πολλά σχόλια έγιναν φίλες.
Πριν κλείσει το σχολείο της Μπρίτζετ για τις διακοπές των Χριστουγέννων,  η καθηγήτρια της ιστορίας θέλησε να της δώσει ένα κίνητρο, ώστε να έρθει πιο κοντά με τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης της και να προσαρμοστεί στο νέο σχολικό περιβάλλον, στο οποίο αναγκάστηκε να μεταβεί μετά το διαζύγιο των γονιών της και τις συνεχείς υποχρεώσεις που είχε ο πατέρας της στο Λονδίνο λόγω της εργασίας του. Έτσι, η κα Ρόμπινσον, ανέθεσε στη μικρή μαθήτρια να κάνει μια εργασία σχετικά με την ιστορία της Ακρόπολης της Αθήνας και μάλιστα να την παρουσιάσει ενώπιον όλης της τάξης. Η Μπρίτζετ αμέσως ενθουσιάστηκε με την ιδέα και κινητοποιήθηκε, όχι τόσο για να αποδείξει στην καθηγήτριά της και στους συμμαθητές της την ικανότητα της, αλλά όσο, γιατί το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό της ήταν να επισκεφτεί την φίλη της τη Νίκη στην Αθήνα που θα την ξεναγούσε στους θησαυρούς της Ακρόπολης! Ήταν σίγουρη πως ο πατέρας της δεν θα της χάλαγε το χατίρι, καθώς προσπαθούσε συνεχώς να την έχει ικανοποιημένη, λόγω των ενοχών που ένιωθε για το διαζύγιό του, αλλά και λόγω του ότι την ανάγκασε να ζει στην πόλη του Λονδίνου, μακριά από τις παλιές της φίλες και τη μητέρα της. Έτσι, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία.
Το επόμενο κιόλας πρωινό ανακοίνωσε στον πατέρα της την επιθυμία της να επισκεφτεί την Αθήνα. Εκείνος απορροφημένος στην εφημερίδα του, φορώντας τα μεγάλα τετράγωνα με μαύρο σκελετό γυαλιά του, μόλις θα έπινε λίγο από το ζεματιστό τσάι που είχε ετοιμάσει η οικιακή βοηθός, όταν άκουσε τη μικρή κόρη του να λέει: «Πώς θα σου φαινότανε αν τα Χριστούγεννα επισκεπτόμουνα τη φίλη μου τη Νίκη στην Αθήνα; Θέλω τόσο πολύ να τη δω!». Ο πατέρας παραξενεύτηκε κι άφησε γρήγορα πάνω στο τραπέζι την κούπα του. Κατέβασε το βλέμμα του και βγάζοντας τα γυαλιά του στάθηκε λίγο, σκέφτηκε, κι έπειτα σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε την Μπρίτζετ. «Ωραία τα λες, δεν λέω, αλλά την κοπέλα την ρώτησες; Μπορεί οι γονείς της να αδυνατούν να σε φιλοξενήσουν. Κι έπειτα, δεν τους γνωρίζεις καν. Είσαι μόλις δεκατεσσάρων χρονών και δεν μπορείς να ταξιδέψεις μόνη σου.». Η Μπρίτζετ εξοργίστηκε, γιατί σκέφτηκε πως από τότε που χώρισαν οι γονείς της ουσιαστικά ήταν μόνη της, οπότε έμαθε να φροντίζει τον εαυτό της και να προσέχει τις κακοτοπιές κι έτσι απάντησε στον πατέρα της: « Πατέρα, δεν με ρώτησε ποτέ κανείς, αν ήθελα να χωρίσεις με τη μητέρα, αν ήθελα να μείνω στο Λονδίνο, αν ήθελα να αλλάξω σχολείο, αν ήθελα να χάσω όλες τις φίλες και τους φίλους μου! Ποτέ! Ποτέ δεν έφερα αντίρρηση σε ότι μου ζητήσατε να κάνω. Γι’  αυτό τώρα ζητάω αυτή τη χάρη και θα το θεωρούσα πραγματικά άδικο, αν δεν εκπληρωνόταν. Προτιμώ να μην μου ψωνίσεις για ένα μήνα παρά να με εμποδίσεις να πάω στην Αθήνα. Ούτως ή άλλως, η κυρία Ρόμπινσον μου έχει αναθέσει μια εργασία για την Ακρόπολη, οπότε είναι κι ερευνητικός ο λόγος της επίσκεψής μου. Όσον αφορά τη Νίκη, είμαι σίγουρη ότι θα χαρεί πολύ κι ότι δεν θα υπάρχει πρόβλημα να με φιλοξενήσουν. Δεν λέγεται ότι οι Έλληνες φημίζονται για τη φιλοξενία τους; Τυχαία νομίζεις προσονόμασαν τον Δία ως ‘’ξένιο;». Ο πατέρας έμεινε έκπληκτος με τη λογική και την πειθώ της κόρης του και μάλιστα χαμογέλασε στα κρυφά, καθώς μέσα του αισθανόταν περήφανος για εκείνη. Παρ’ όλα αυτά, μην θέλοντας να χάσει τον έλεγχο της κατάστασης τής είπε: «Αν και θα ήθελα να περάσουμε μαζί την περίοδο των γιορτών, συμφωνώ να πας, αφού το επιθυμείς τόσο πολύ, αρκεί να μιλήσω εγώ με τους γονείς του κοριτσιού και να με παίρνεις καθημερινά τηλέφωνο». Η μικρή μετά από τόσο καιρό αναπήδησε από τη χαρά της κι έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα της. Εκείνος, σαστισμένος, αλλά συνάμα χαρούμενος, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μέτωπο.

Η Νίκη πήρε από το χέρι την μικρή Μπρίτζετ και με γρήγορο βήμα γλίστρησαν ανάμεσα σε μια ομάδα από Γερμανούς τουρίστες που περνούσαν την πόρτα στα αριστερά της αίθουσας προβολών για να βγουν στον χώρο περιμετρικά του ορθογώνιου πυρήνα της αίθουσας, όπου βρίσκονταν ενσωματωμένα η ζωοφόρος του Παρθενώνα, οι μετώπες και οι μορφές των δύο αετωμάτων του ναού. Η Μπρίτζετ έμεινε έκθαμβη με τον τρόπο με τον οποίο είχαν σχεδιάσει τον χώρο, αλλά και με τα γλυπτά, τα οποία αν και είχαν επάνω τους έντονα τα σημάδια του χρόνου και της φθοράς, ωστόσο δεν έχαναν τίποτα από το μεγαλείο και τη μαγεία τους. Συνειδητοποιώντας το γεγονός ότι βρισκόταν εκεί μπροστά σε έργα τέχνης που φιλοτεχνήθηκαν αιώνες πριν, ένιωσε το κορμί της να ανατριχιάζει κι ένα αίσθημα δέους την έκανε να αρχίσει να τρέμει. Η Νίκη είχε επισκεφτεί πολλές φορές το Μουσείο, αλλά ομολόγησε στην Μπρίτζετ ότι ποτέ δεν έμεινε τόσο πολύ μπροστά από αυτά τα γλυπτά για να καταλάβει το μεγαλείο τους, γιατί καμία από τις φίλες της και συμμαθήτριές της δεν συγκινούταν. Πίστευαν ότι θα έμεναν τα γλυπτά πάντα εκεί κι ότι θα υπήρξε χρόνος στο μέλλον να τα επισκεφτούν και να τα δουν καλύτερα. Προσωρινά το μόνο που τις απασχολούσε ήταν ποιο νέο τραγούδι κυκλοφόρησε ο αγαπημένος τους τραγουδιστής και τι καινούργια ρούχα θα φορούσαν ή το τι βαθμό θα έπαιρναν στο σχολείο για να περάσουν την τάξη! Άραγε οι σύγχρονοι νέοι της εποχής του Περικλή ατένιζαν με τόσο θαυμασμό τα γλυπτά αυτά αριστουργήματα ή τα θεωρούσαν σαν κάτι δεδομένο και σαν κάτι σύνηθες, όπως θεωρούμε εμείς σήμερα τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τα κινητά τηλέφωνα και τα γρήγορα αμάξια; Μήπως ότι βρίσκεται εκτός της εποχής μας, του τόπου μας και της καθημερινότητάς μας το αντιλαμβανόμαστε ως θαυμαστό επειδή είναι ξένο; Όλα αυτά σκεφτόταν η Μπρίτζετ καθώς προχωρούσε αργά με το κεφάλι πάντα ψηλά και το βλέμμα καρφωμένο στις γλυπτές μορφές της ζωφόρου και των μετοπών, προσπαθώντας να εξηγήσει λογικά τον άκρατο ενθουσιασμό της γι’ αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια της. Για ένα λεπτό κοντοστάθηκε και κοίταξε δύο μορφές ανθρώπων που φαίνονταν να συζητούν και να οδηγούν ένα βόδι. Τότε η Μπρίτζετ ρώτησε την Νίκη «Νίκη, για πες μου. Τι παρίστανε η ζωφόρος; Βλέπω πολλές μορφές ανθρώπων και ζώων να περπατάνε, αλλά δεν καταλαβαίνω». Η Νίκη χαμογέλασε και παίρνοντας το ύφος που έπαιρνε κάθε φορά η δασκάλα της ιστορίας όταν επισκέπτονταν το Μουσείο,  τέντωσε το κορμί της και περήφανη, έστω και για λίγο, για την ιστορία της απάντησε στη νεαρή φίλη της «Μπρίτζετ μου, η ζωφόρος, δεν αποτελεί από μόνη της ένα εκπληκτικό μυστήριο. Για να καταλάβεις τι απεικονίζει, χρειάζεται να σε μεταφέρω πίσω σε εκείνα τα χρόνια που ανεγέρθη ο ναός του Παρθενώνα κι άλλα σημαντικά οικοδομήματα της Ακρόπολης. Βλέπεις, η ζωφόρος αποτελεί ένα κομμάτι από ένα ιστορικό πάζλ, όπως και όλα μαζί τα γλυπτά του Παρθενώνα. Είναι σαν να έχεις ένα κουτί και κάθε φορά που το ανοίγεις να εμφανίζεται ένα νέο κουτί κι αυτό να συνεχίζεται διαρκώς, όπως ακριβώς συμβαίνει με την ιστορία. Τι γίνεται όμως όταν λείπουν κομμάτια του πάζλ; Τι γίνεται όταν ανοίγοντας ένα νέο κουτί δεν βρίσκεις το άλλο που θα σε οδηγήσει στη συνέχεια;». Η Μπρίτζετ γέλασε με το ύφος της Νίκης, καθώς την είχε συνηθίσει να είναι χαμογελαστή, ανέμελη και περιπαικτική. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί το επίσημο ύφος της φίλης της. Εντούτοις, της κίνησε το ενδιαφέρον να ενημερωθεί για την ιστορία της Ακρόπολης από μία Ελληνίδα, αφού ομολογουμένως στο σχολείο της δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ εξειδικευμένα με το θέμα και μιας και είχε αναλάβει σχετική εργασία, αποφάσισε να μπει για τα καλά στον ρόλο της μαθητευόμενης. Έτσι, με μια γρήγορη κίνηση, έβγαλε μέσα από την μικρή ροζ τσαντούλα της ένα σημειωματάριο στο οποίο ξεκίνησε να καταγράφει τις πληροφορίες που τις έδινε η Νίκη ακολουθώντας την από πίσω. «Δώσε βάση στην ιστορία μου, Μπρίτζετ, γιατί δεν θα την ακούσεις από πουθενά αλλού καλύτερα». Η μικρή Αγγλίδα πιάνοντας αλογοουρά τα κατάξανθα και ολόισια μαλλιά της έπιασε το στυλό της και άρχισε να γράφει. «Μουσείο Ακρόπολης / 23 Δεκεμβρίου 2010/ Η ιστορία του Παρθενώνα από το στόμα της Νίκης».
«Η ιστορία της Ακρόπολης βρίσκεται πολύ πιο πίσω από την ανέγερση του Παρθενώνα, καθώς κατοικούταν από τα Παλαιολιθικά και Νεολιθικά χρόνια, σύμφωνα με ίχνη κεραμικής που έχουν βρεθεί. Στα μυκηναϊκά χρόνια υπήρχε ένα μέγαρο, δηλαδή, ένα παλάτι, μεταξύ του Ερέχθειου και του Παρθενώνα, όπως και κυκλώπεια τείχη, που ονομάστηκαν έτσι συνδεόμενα με τους μυθικούς Κύκλωπες λόγω των μεγάλων και ογκωδών λίθων που χρησιμοποιήθηκαν. Κατά τα ιστορικά χρόνια και συγκεκριμένα τον 8ο αιώνα π. Χ κατασκευάστηκε ο ναός της Αθηνάς Πολιάδος εκεί όπου βρισκόταν και το μυκηναϊκό μέγαρο, όπως σου είπα. Όμως, στα μέσα του 6ου αιώνα π. Χ στο ίδιο σημείο δημιουργείται ένας μεγαλύτερων διαστάσεων ναός, ο οποίος ονομάζεται ως ‘αρχαίος νεώς’. Πριν τα μέσα του 6ου αιώνα, νοτιότερα από τον αρχαίο νεώ, κατασκευάζεται ένας ‘εκατόμπεδος νεώς’ αφιερωμένος στην Αθηνά Παλλάδα κι όχι στην Αθηνά Πολιάδα, όπως ο προηγούμενος. Μάλιστα, περίπου την ίδια εποχή κατασκεύασαν και το Ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδας πίσω από τα Προπύλαια, που αποτελούσαν την είσοδο στην Ακρόπολη και τα οποία ξεκίνησαν να ανεγείρονται προς το τέλος του 6ου αιώνα π. Χ. Παράλληλα, κτίστηκαν και κάποια μικρά οικήματα, τα οποία χρησίμευαν ως ‘θησαυροί’, δηλαδή ως χώροι, όπου φύλαγαν θησαυρούς, αφιερώματα, κι άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Σε ζάλισα με τα κτίσματα και τις χρονολογίες ε;» Γύρισε να δει τη μικρή φίλη της, της οποίας το χέρι είχε βγάλει σπίθες από την ταχύτητα με την οποία έγραφε. Την πλησίασε σιγά σιγά και της τράβηξε την κατάξανθη αλογοουρά της για να της κινήσει την προσοχή. Η Μπρίτζετ ξαφνιάστηκε κι άρχισε να την κυνηγάει γύρω από το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα. Η Νίκη που φημιζόταν ανάμεσα στους φίλους της  για την ταχύτητά της στο κυνηγητό, της ξέφυγε και χάθηκε μέσα σε μια ομάδα από Άγγλους τουρίστες. Η Μπρίτζετ κοντοστάθηκε ανάμεσά τους και παρατήρησε μια ψιλόλιγνη μελαχρινή γυναίκα, γύρω στα σαράντα,  με ηλιοκαμένο γεμάτο φακίδες πρόσωπο και μάτια κατάμαυρα και σπινθηροβόλα, να προσπαθεί να κατατοπίσει την ομάδα της για το σημείο στο οποίο βρίσκονταν κάνοντας συνεχώς χειρονομίες με τα χέρια, αλλά και παράλληλα χαμογελώντας προσπαθώντας να κρατηθεί ψύχραιμη και να κάνει τη δουλειά της όσο καλύτερα μπορούσε. Η Μπρίτζετ σκέφτηκε ότι κάπως έτσι θα έμοιαζε η θεά Αθηνά που αγέρωχη και δυνατή έστεκε άγρυπνος φρουρός  μέσα από τον ναό του Παρθενώνα στην πόλη της Αθήνας. Αφού η ξεναγός συγκέντρωσε όλη την ομάδα της, ξεκίνησε να διηγείται για το πώς κατασκευάστηκε ο ναός της Παρθένου Αθηνάς: «Μετά τη μάχη του Μαραθώνα, το 490 π. Χ, οι Αθηναίοι έκτισαν έναν ναό κάτω από τον μεταγενέστερο Παρθενώνα, γνωστό ως ‘Εκατόμπεδο’. Δυστυχώς, η επίθεση των Περσών στην πόλη των Αθηνών το 480 π. Χ είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν πολλά μνημεία της Ακρόπολης, σχεδόν όλα! Μετά την αποχώρηση των Περσών και τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα λέγεται ότι ανατέθηκε στον Κίμωνα να ανεγείρει τον Παρθενώνα. Όμως, ο θάνατος του Κίμωνα το 450 στο Κίτιο της Κύπρου ανέστειλε τις εργασίες της οικοδόμησης».
Ξαφνικά η Μπρίτζετ κοίταξε δεξιά της και αντίκρισε την Νίκη, η οποία είχε μείνει κι εκείνη επίσης αποσβολωμένη και συνεπαρμένη με την ιστορία της ξεναγού. Την πλησίασε αργά, ώστε να μην κινήσει τα βλέμματα. Όταν στάθηκε δίπλα της, η Νίκη της ομολόγησε « Αυτό είναι το καλύτερο μέρος της ιστορίας μας, Μπρίτζετ, η οικοδόμηση του Παρθενώνα» και μετά αναφώνησε «Αχ, τι δεν θα έδινα να ζούσα σε εκείνον τον χρυσό αιώνα του Περικλή! Τα φαντάζομαι, Μπρίτζετ, όλα, τόσο λαμπερά και χαρούμενα!». Στο πρόσωπο της εκείνη τη στιγμή μπορούσες να διακρίνεις μια λάμψη, ίδια με εκείνη τη λάμψη του χρυσού αιώνα που αγαπούσε τόσο πολύ! «Μία πόλη γεμάτη από ζωή, από ανθρώπους που διψούν για μάθηση και για να εκφράσουν ελεύθερα τη γνώμη τους!», συνέχισε «Εκεί όπου το να πηγαίνεις σχολείο, δεν θεωρείτο αγγαρεία, αλλά ευχαρίστηση! Εκεί όπου τα παιδιά έπαιζαν ελεύθερα και φρόντιζαν όχι μόνο να είναι καλοί μαθητές, αλλά και να έχουν σώμα υγιές. Εκεί όπου η μουσική ήταν απαραίτητη για την ψυχική ισορροπία κι όχι απλά ένας τρόπος ψυχαγωγίας! Εκεί όπου οι άνθρωποι περπατούσαν στους δρόμους για ώρες συζητώντας και φιλοσοφώντας. Εκεί όπου η τέχνη αποτελούσε τρόπο ζωής κι όχι μόνο ενασχόληση των αργόσχολων πλουσίων. Ξέρεις, ακόμα και οι δούλοι ένιωθαν ότι αποτελούσαν μέρος αυτής της κοινωνίας και της οικογένειας στην οποία ζούσαν κι αισθάνονταν ελεύθεροι, αν και δούλοι! Τώρα τίποτα δεν ζούμε Μπρίτζετ, όπως λένε και οι γονείς μου. Όλα έχουν εμπορευματοποιηθεί, η τέχνη έχει δώσει τη θέση της στην τεχνολογία και αυτό που κυριαρχεί είναι αποξένωση και σε καμία περίπτωση συναναστροφή με τους διπλανούς μας. Μόνο η ύλη μας νοιάζει και η καλοπέραση». Η Μπρίτζετ θαύμαζε τον τρόπο με τον οποίο η Νίκη περιέγραφε την κατάσταση και έμεινε να την χαζεύει εωσότου τελείωσε το παραλήρημά της! Τότε ακούστηκε από το βάθος μία φωνή να παρακαλεί για ησυχία. Η Νίκη κρυφογέλασε κοιτώντας τη φίλη της και άρχισαν πάλι να παρακολουθούν την ξεναγό.
« Η ηγεμονική πολιτική της Αθήνας, την οποία απέκτησε μέσα από συμφωνίες με τους συμμάχους και με τη μεταφορά του συμμαχικού ταμείου στη Δήλο, αλλά και η εκμετάλλευση των ορυχείων αργύρου του Λαυρίου σε συνδυασμό με την πολιτική διαχείριση των πραγμάτων από τον Περικλή, οδήγησαν τον τελευταίο στο να συνεχίσει αυτό που ο Κίμωνας είχε αφήσει, την οικοδόμηση του Παρθενώνα. Ο ναός τώρα θα αφιερωνόταν στην Παρθένο Αθηνά που υπερασπιζόταν πλέον τα υλικά και ηθικά αγαθά. Έτσι, το 447 π. Χ ξεκίνησε το οικοδομικό πρόγραμμα, το οποίο τερματίστηκε το 438 π. Χ στη γιορτή των Παναθηναίων. Αρχιτέκτονες ήταν ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης, ενώ ο Φειδίας ανέλαβε τη διακόσμηση του ναού και την επίβλεψη των εργασιών». Η Μπρίτζετ άφησε τον εαυτό της ελεύθερο κι  ένιωσε για λίγο ότι βρισκόταν εκτός τόπου και χρόνου κι ότι είχε μεταφερθεί η ίδια σε εκείνη την περίλαμπρη περίοδο, και συγκεκριμένα στα εγκαίνια του ναού κατά τη γιορτή των Παναθηναίων.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Ο χειμώνας περνούσε κι ήρθε η άνοιξη κι έπειτα καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο! Επεισόδιο 2

Η Τζέιν κατάκοπη, μετά από μια κουραστική μέρα, βούτηξε στον μεγάλο δερμάτινο καναπέ της, τον οποίο για αρκετό καιρό χάζευε στη βιτρίνα ενός καταστήματος στο εμπορικό κέντρο δίπλα από το σπίτι τους. Για ένα μήνα περίπου προσπαθούσε να πείσει τον Άνταμ να τον αγοράσουν, καθώς φαινόταν άνετος, αλλά αρκετά ακριβός. Εκείνος, όχι ότι δεν διέθετε τα χρήματα, αλλά ήταν τόσο απασχολημένος με τις δουλειές στο γραφείο του, ώστε δεν μπορούσε να ασχοληθεί με το τι νέο καναπέ θα έπαιρναν!Έτσι, η Τζέιν ανέλαβε να τον αγοράσει σκεφτόμενη ότι θα ταίριαζε πάρα πολύ με τις μπεζ κουρτίνες που πρόσφατα τους είχαν κάνει δώρο οι κουμπάροι τους, αλλά και ότι εκείνη κι ο Άνταμ θα μπορούσαν άνετα να κάθονται για ώρες μετά από μια εξουθενωτική μέρα να συζητάνε, να χαλαρώνουν και να σφίγγουν ο ένας τον άλλο χωρίς να χρειάζεται να μιλάνε για τίποτα. Απλά να αγκαλιάζονται, εκεί, πάνω στον μεγάλο δερμάτινο καναπέ τους.
Φυσικά, η Τζέιν τώρα μόνη απολάμβανε την ΄΄έξυπνη'' αγορά που έκανε. Αφού έβαλε το αγαπημένο της CD, κατευθύνθηκε στο μπαρ του σαλονιού. Ήθελε να πιει κάτι για να χαλαρώσει, αλλά δεν ήξερε τι. Αποφάσισε να ανοίξει ένα μπουκάλι ουίσκυ που τους είχαν φέρει οι κουμπάροι τους την τελευταία φορά που τους είχαν καλέσει για δείπνο. Ανοίγοντάς το κοντοστάθηκε. Ένιωσε δύο χέρια να της αγγίζουν τον αυχένα και να τον ψηλαφίζουν σε μια προσπάθεια να τον χαλαρώσουν. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε για λίγο το μασάζ. Γύρισε πίσω. Ήταν ο Άνταμ. Τη φίλησε γλυκά στον λαιμό, την πήρε στα χέρια του και την οδήγησε στο μικρό καναπέ - ντιβάνι του μικρού στούντιο, στο οποίο ζούσε. Ναι, η Τζέιν πάλι σκεφτόταν το παρελθόν. Πάλι σκεφτόταν πως ξεκίνησαν όλα. Τώρα ένιωθε μόνη.
Επανερχόμενη στην πραγματικότητα γέμισε το ποτήρι με ουίσκυ και σύρθηκε ως την κουζίνα να βγάλει δύο παγάκια από την κατάψυξη. Γύρισε να κοιτάξει το ολόχρυσο ρολόι τοίχου που τους είχαν κάνει δώρο τα πεθερικά της στον γάμο τους. Η ώρα ήταν 10.00 κι εκείνη ήταν μόνη, παρέα με ένα χρυσό ρολόι να της θυμίζει ότι είναι παντρεμένη, αφού ο άνθρωπός της δεν ήταν δίπλα για να την κάνει να το αισθάνεται!
Αφού έβαλε τα παγάκια στο ποτήρι της, κατευθύνθηκε στον καναπέ. Ξάπλωσε ανάσκελα με το ένα χέρι στο μέτωπο και με το άλλο χέρι να κρατάει το ποτήρι στο πλάι. Έκλεισε τα μάτια της για λίγο σε μια προσπάθεια να χαλαρώσει χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Μάταια, όμως! Θυμόταν ένα ανοιξιάτικο βράδυ στην παραλία. Είχαν κλείσει δύο μήνες μαζί με τον Άνταμ. Κείτονταν στην αμμουδιά παρατηρώντας τον ουρανό και φιλοσοφώντας για το τι μπορεί να υπάρχει πέρα από αυτόν. Ο Άνταμ φαινόταν από τότε κάπως κυνικός και  ρεαλιστής, ενώ η Τζέιν ήταν περισσότερο συναισθηματική κι ονειροπόλα. Πείραζαν ο ένας τον άλλο συνέχεια! Η Τζέιν πολλές φορές έχανε την ψυχραιμία της και νευρίαζε με την κυνικότητα του Άνταμ, με το ύφος του ΄΄εξυπνάκια΄΄ που πάντα είχε, αλλά και με την επιχειρηματολογία του που η αλήθεια είναι ότι φαινόταν αρκετές φορές σωστή. Βέβαια, συνήθως εκείνος την πείραζε  επίτηδες, γιατί του άρεσε να τη βλέπει να τσιμπάει και να εκνευρίζεται. Του άρεσε να τη βλέπει να εκδηλώνει ακόμα και τον θυμό της. Εντούτοις, οι έντονες συζητήσεις τους πάντα κατέληγαν στο να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται παλεύοντας ο ένας με τον άλλον. Τους άρεσε που διαφωνούσαν. Αυτό τους έκανε ζωντανούς!
11.00 κι η Τζέιν άνοιξε τα μάτια απότομα, καθώς ένα γρήγορο χτύπημα  στην πόρτα την τρόμαξε. Σηκώθηκε να δει. Αναμαλλιασμένη κι εκτός πραγματικότητας ρώτησε με έντονη φωνή ποιος ήταν. Ήταν ο Άνταμ. Για μια ακόμη φορά είχε ξεχάσει τα κλειδιά του. Του άνοιξε χωρίς να τον κοιτάξει καν και κατευθύνθηκε πάλι προς τον καναπέ λέγοντάς του '' αν πεινάς έχω φαγητό στο φούρνο να σου βάλω, διαφορετικά μπορείς να έρθεις εδώ στον καναπέ να καθήσουμε λίγο''. Εκείνος δεν απάντησε. Μπήκε γρήγορα στο μπάνιο να κάνει ένα ντουζ να χαλαρώσει. Μάταια κι εκείνος. Στο μυαλό του υπήρχε ακόμα η υπόθεση την οποία είχε αναλάβει. Έκλεισε το νερό, τυλίχθηκε με ένα μπουρνούζι και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του δεξιά του σαλονιού. Η Τζέιν γυρισμένη στα πλάγια τώρα στον ακριβοπληρωμένο καναπέ της, έστρεψε λίγο το κεφάλι κι είδε τον Άνταμ όρθιο μπροστά από το γραφείο του να σκαλίζει κάτι φακέλους. Γύρισε μπροστά, έκλεισε τα μάτια κι έμεινε μόνη με τα όνειρά της.
Η επόμενη μέρα βρήκε την Τζέιν στον καναπέ να κοιμάται και τον Άνταμ πεσμένο στο πάτωμα με τους φακέλους καταγής ανακατεμένους....(συνεχίζεται)

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Ο χειμώνας περνούσε κι ήρθε η άνοιξη κι έπειτα καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο!

Σταμάτησε και κοίταξε για ένα λεπτό πίσω. Κοίταξε μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα της, μέχρι το ψηλό κτίριο που σαν γρανιτένιος γίγαντας έκρυβε τον ορίζοντα. Έμεινε με το κεφάλι καρφωμένο να κοιτάζει πίσω, ενώ το λιγνό και καχεκτικό σώμα της στραμμένο μπροστά κι ελαφρά γυρτό προς τα πλάγια φαινόταν σαν να αγκομαχούσε να σύρει το κεφάλι προς τα μπρος. Χτύπησε το κινητό, αλλά αδιαφόρησε. Αργά και νωχελικά προσπάθησε να χώσει  το χέρι της στην τεράστια τσάντα της για να το βρει. Απογοητευμένη εγκατέλειψε και συνέχιζε να κοιτάζει πίσω. Το ένα λεπτό πέρασε και μπήκε το δεύτερο. Το βλέμμα συνέχισε να είναι καρφωμένο πίσω, ώσπου ένιωσε μια σπρωξιά να ωθεί το βλέμμα της προς τα εμπρός. Δυσανασχέτησε, αλλά έστρεψε το κεφάλι της ξανά πίσω. Τι την τραβούσε; Ο απότομος ήχος του αμαξιού που σταμάτησε έξω από το γιγαντιαίο κτίριο και η θέα ενός κεφαλιού που πρόβαλλε έξω από το αμάξι κλείνοντας δυνατά την πόρτα. Κοίταζε επίμονα, ώσπου  τα αμυγδαλωτά μελιά μάτια της διασταυρώθηκαν με τα σχιστά κατάμαυρα δικά του. Γύρισε αμέσως μπροστά, κυριευόμενη από αμηχανία και με τα μαλλιά της που ήταν πιασμένα στην αριστερή πλευρά του λαιμού της να ακολουθούν την κίνησή της, ενώ ένα στιγμιαίο αεράκι, σαν θεία δύναμη, σαν να πέρασε κάποιος με ταχύτητα από εμπρός, παρέσυρε τα χαρτιά που βαστούσε στο αριστερό της χέρι. Σκύβοντας να τα μαζέψει, ένιωσε γρήγορα βήματα πίσω της κι ένα χέρι να της πιάνει τον αγκώνα. Δεν γύρισε το κεφάλι, μοναχά χωρίς να κοιτάξει, το έστρεψε ελαφρά προς τα δεξιά της, ώσπου με την άκρη του ματιού της διέκρινε δύο φρεσκογυαλισμένα καφέ παπούτσια, πάνω από τα οποία έπεφτε ελαφρά μια γκριζωπή αντρική καμπαρντίνα. Τότε άκουσε τη φωνή του. Δεν ήταν τραχιά, αλλά ούτε και λεπτή. Άρμοζε σε φωνή ενός γοητευτικού άντρα, γύρω στα 35, αν και τελικά ήταν κατά 7 χρόνια νεώτερος! Από τον τρόπο με τον οποίο της ζήτησε να τη βοηθήσει καταλάβαινες την παιδεία του και ίσως την καταγωγή του. Ίσως  Απόγονος επιφανούς οικογένειας με σπουδές στο Γέιλ, ή στο Χάβαρντ.
Σηκώθηκε σιγά από το έδαφος και γύρισε διστακτικά το κεφάλι προς τα πίσω. Δεν ήταν κανείς. Μονάχα η ανάμνηση της πρώτης φοράς που συνάντησε εκείνον! Η στιγμή της αμηχανίας που ένιωσε στο άγγιγμά του. Η έλξη που αισθάνθηκε από το πρώτο βλέμμα! Προσπάθησε να βρει το κινητό της που πριν χτυπούσε επίμονα. Τελικά τα κατάφερε. Με δυσφορία το άνοιξε και είδε την κλήση. Ήταν εκείνος. Ο  μελαχρινός άντρας που με τόσο ενθουσιασμό γνώρισε κάποτε έξω από το γιγαντιαίο κτίριο γνωστής δικηγορικής εταιρείας, είχε γίνει σύζυγός της εδώ και  10 χρόνια. Τον κάλεσε πίσω. Το πρόσωπό της έχασε την έκφραση της νοσταλγίας και της γλυκύτητας και ντύθηκε με ύφος εκνευρισμού και νευρικότητας. Μίλησαν για το ποιος θα έπαιρνε τα παιδιά από το σχολείο. Δύο πανέμορφα δίδυμα κορίτσια, μελαχρινά, με σγουρά μαλλιά και με μια τσαχπινιά για την οποία ο Άνταμ καμάρωνε πάντα ότι είχαν πάρει από την Τζέιν.
Με φωνή αγανάκτησης η Τζέιν δέχτηκε τελικά να ακυρώσει τις δουλειές που είχε και  να πάρει εκείνη τα δίδυμα από το σχολείο, εφόσον ο καλός της άντρας έπρεπε να μείνει περισσότερες ώρες στο δικηγορικό γραφείο που εργαζόταν εδώ και 6 χρόνια. Περίμενε πως και πώς την υπόθεση, η οποία θα τον οδηγούσε στην πολυπόθητη προαγωγή και τώρα είχε έρθει η ευκαιρία. Εργαζόταν νυχθημερόν για την υπεράσπιση  μιας από τις σημαντικότερες εταιρείες λογισμικού, τους ιδιοκτήτες της οποίας κατηγορούσαν για ξέπλυμα χρήματος. Για ένα σχεδόν μήνα ο Άνταμ επέστρεφε στο σπίτι στις 11.00 το βράδυ, ίσα ίσα για να κοιμηθεί και να ξυπνήσει το πρωί στις 7 πάλι για τη δουλειά. Μέχρι και το Σάββατο δούλευε κι ευτυχώς που υπήρχε μια μέρα της βδομάδας, η Κυριακή, ώστε να κοιμάται μέχρι το μεσημέρι και να χαζεύει αθλητικά στην τηλεόραση το απόγευμα. Η Τζέιν προσπαθούσε να βρει την ισορροπία. Πάντα τα ωράρια του συζύγου της δεν ήταν φυσιολογικά, αλλά τους τελευταίους δύο μήνες είχε χαθεί ο έλεγχος κι η Τζέιν ένιωθε να ασφυκτιά. Έπρεπε να προλαβαίνει να χειρίζεται το νοικοκυριό, να φροντίζει τα δίδυμα, να  φροντίζει τον άντρα της και να είναι συνεπής στη δουλειά της σαν υπεύθυνη δημόσιων σχέσεων σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία.
Και τότε ήρθε η νοσταλγία. Βλέποντας μια φωτογραφία που είχαν τραβήξει τον πρώτο καιρό που είχαν γνωριστεί σκεφτόταν πόσο όμορφα ήταν τα πρώτα χρόνια που ήταν μαζί. Τι ανέμελα που περνούσαν! Βρίσκονταν σε κατάσταση ευημερίας. Η Τζέιν μόλις είχε πιάσει δουλειά ως αρθρογράφος σε ένα περιοδικό και ο Άνταμ είχε προσαρμοστεί στην δικηγορική εταιρεία στην οποία πρόσφατα είχε προσληφθεί ως βοηθός. Ανεξάρτητοι κι οι δύο, έχοντας πολλές εμπειρίες, καλούς κι έμπιστους ανθρώπους, αλλά κι αρκετό ελεύθερο χρόνο για να ασχολούνται με πράγματα που τους ενθουσίαζαν, αλλά και για να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους, ένιωθαν την πλήρη ευτυχία. Μιλούσαν ατελείωτες ώρες κάνοντας βόλτες στους δρόμους της πόλης. Διασκέδαζαν στο έπακρο, όταν έβγαιναν το βράδυ για ποτό. Γελούσαν πολύ δυνατά, όταν ο ένας πείραζε τον άλλον. Ασκούσαν μαζί πολλά από τα χόμπι τους, όπως το να τρέχουν, να διαβάζουν και να παρακολουθούν κινηματογράφο. Συζητούσαν για τα πάντα, ακόμα και για πράγματα που συνέβαιναν στους φίλους τους και που δεν τους αφορούσαν. Σχεδίαζαν ποια θα ήταν η επόμενη φάρσα που θα σκάρωναν σε κάποιον γνωστό τους….
Ο χειμώνας περνούσε, ερχόταν η άνοιξη, έπειτα καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο. Κι ο Άνταμ κι η Τζέιν αποφάσισαν να πιάσουν καλύτερες δουλειές και να παντρευτούν. Κι έπειτα από τον γάμο ήρθαν και τα παιδιά που σήμαινε ότι έπρεπε να αγοράσουν μεγαλύτερο σπίτι, μήπως και δεν χώραγαν 4 άτομα στο πατρικό της Τζέιν. Κι αποφάσισαν να αγοράσουν μεγαλύτερο αυτοκίνητο, με περισσότερα κυβικά, μήπως κι έμενε στο δρόμο με τα τόσα που έπρεπε να κουβαλάνε για τα παιδιά κάθε φορά που επισκέπτονταν τους δικούς τους έξω από την πόλη. Κι αποφάσισαν να αγοράσουν…
(συνεχίζεται)