LUCEM SEQUIMUR

LUCEM SEQUIMUR
Ποιός έκρυψε το φως και πάλι απόψε;

Ένα καντήλι μοναχό του ξεψυχά,
μες στο σκοτάδι η ψυχή μου κυνηγά
ένα αχνό φως που περιμένει πάλι απόψε
κάπου κρυμμένο στου μυαλού μου τη γωνιά!

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

O θεός του καλαμποκιού

625 μ. Χ
΄΄Ησυχία σκεπάζει το  δαιδαλώδες δάσος.  Μικρά κύματα αέρα σε περιβάλλουν σαν πνεύματα ανήσυχα που επιθεωρούν το έδαφος. Μες στη σιγή κλείνεις τα μάτια και αφήνεις  το πνεύμα  σου να ενωθεί με τον ουρανό, να αποδεσμευτεί από τη γη. Ένας πέτρινος ναός αγγίζει τον ουράνιο θόλο θωρώντας περήφανος το πλήθος κάτω. H καρδιά σου πάλλεται δυνατά καθώς συνειδητοποιείς ότι είσαι κομμάτι του. Είσαι σίγουρος ότι αυτή είναι η γη σου. Ο ουρανός σκοτεινός, ακίνητος σαν να περιμένει κάτι. Ξάφνου μία φωνή προσεύχεται. Ακολουθεί αντίλαλος κι έπειτα επανάληψη από το πλήθος. Σε καταβάλλει έκσταση κι αρχίζεις να χορεύεις ακολουθώντας τον ήχο των τυμπάνων. Μετά σιωπή. Ανοίγεις τα μάτια. Μία μορφή προβάλλει στην κορυφή του πανύψηλου τούτου ναού. Είναι εκείνος, ο θεός του καλαμποκιού. Μας φέρνει τον κεραυνό! Με τα χέρια του σε διάταση προς τα επάνω, τα μάτια κλειστά, κρατώντας μία τεράστια ράβδο στο δεξί του χέρι, επικαλείται τη βροχή φωνάζοντας δυνατά, ενώ η φωνή του ταξιδεύει ηχώντας σε ολόκληρο το δάσος! Ο κεραυνός τον πλησιάζει, αλλά δεν φοβάται! Συνεχίζει να προσεύχεται δυνατά κι ακολουθείς κι εσύ! Ένας απόκοσμος ύμνος υψώνεται ως τον ουρανό κάνοντας τις πρώτες σταγόνες βροχής να πέφτουνε στη γη. Μένεις ασάλευτος νιώθοντάς τες να σου δροσίζουν το τραχύ σου πρόσωπο. Το σώμα σου τρέμει από δέος, τα πόδια σου λυγίζουν από την κούραση και πέφτεις κάτω. Αγγίζεις τη γη, αυτή που σε δημιούργησε, αυτή που σε θρέφει, αυτή που σου δίνει την ειρήνη και τον πόλεμο, αυτή που σε κάνει να στέκεσαι περήφανος, αυτή που σε διαλύει… Αυτή η γη είναι τα πάντα για σένα. Αγκάλιασέ την.’’
10 χρόνια πριν
Ο μικρός Σιμπλάν τέντωσε τα χέρια του να πιάσει τις μυτερές σταγόνες που σχημάτιζαν πλέον μικρές λακκούβες νερού στο παχύ στρώμα λάσπης που είχε σχηματιστεί. Ο κεραυνός τον έκανε να γελάσει και να χοροπηδήσει από χαρά γεμίζοντας λάσπες παντού. Δεν τον ένοιαζε όμως. Βλέποντας από μακριά τον πατέρα του, έτρεξε γρήγορα να τον αγκαλιάσει! Τον εντυπωσίαζαν πάντα τα πολύχρωμα άνθη και φτερά πουλιών που έφερε πάνω στο κεφάλι του κοσμώντας το σαν να ήταν βασιλιάς. Εκείνος ανήκε στην τάξη των ευγενών. Ήταν εξαίρετος πολεμιστής και διακρινόταν για την ταχύτητα με την οποία έβγαζε το τόξα  από τη δερμάτινη φαρέτρα του, όπως και για το εύστροφο και στρατηγικό του μυαλό. Περπατούσε πάντα με περηφάνια και αυτοπεποίθηση όπως άρμοζε σε έναν πολεμιστή της τάξης του κι αυτό προκαλούσε πολλές φορές τον φθόνο των υπόλοιπων συμπολεμιστών του, όπως και το γεγονός ότι ήταν ο αγαπημένος πολεμιστής του μικρού ηγεμόνα του Παλένκε, του Πακάλ…(συνεχίζεται)