LUCEM SEQUIMUR

LUCEM SEQUIMUR
Ποιός έκρυψε το φως και πάλι απόψε;

Ένα καντήλι μοναχό του ξεψυχά,
μες στο σκοτάδι η ψυχή μου κυνηγά
ένα αχνό φως που περιμένει πάλι απόψε
κάπου κρυμμένο στου μυαλού μου τη γωνιά!

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Ο χειμώνας περνούσε κι ήρθε η άνοιξη κι έπειτα καλοκαίρι και ξανά φθινόπωρο! Επεισόδιο 3


Μία έντονη και συνεχής μελωδία έκανε την Τζέιν να ανασηκωθεί απότομα από τον καναπέ. Ήταν το ξυπνητήρι που βρισκόταν πάνω στην τεράστια ξύλινη βιβλιοθήκη, η οποία απλωνόταν κατά μήκος ενός από τους μακρούς τοίχους του σαλονιού καλύπτοντάς τον από πάνω έως κάτω μην αφήνοντας κανένα κενό του να αναπνέει. Κάποιες φορές η Τζέιν όντας καθισμένη στον καναπέ χάζευε για μερικά λεπτά τη γιγαντιαία αυτή βιβλιοθήκη αναρωτώμενη πόσα από όλα αυτά τα βιβλία έχουν κατορθώσει να διαβάσουν κι αν τα διάβαζαν όλα, αν πραγματικά θα κατείχαν τη γνώση όλου του κόσμου. Υπήρχαν και φορές που σκεφτόταν να την ξηλώσει τοποθετώντας στη θέση της διάσπαρτα ράφια στολισμένα με λουλούδια και διάφορα στολίδια δίνοντας μία πιο ευχάριστη αισθητική στον χώρο. Πάντα, όμως κάτι την εμπόδιζε. Ίσως η υπεροπτική φύση του ζευγαριού στο να επιδεικνύει την καλλιέργεια και το πάθος του για γνώση στους εκάστοτε επισκέπτες του!
Παραπατώντας από τη νύστα και ανασηκώνοντας τα μαλλιά της, ώστε να βλέπει μπροστά της, κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη για να σταματήσει το ξυπνητήρι. Μόλις έστριψε το κεφάλι της δεξιά στο γραφείο του Άνταμ και είδε φακέλους και χαρτιά διασκορπισμένα στο πάτωμα συνοφρυωμένη και συνάμα εκνευρισμένη περπάτησε ως εκεί για να τα μαζέψει, αλλά μόλις είδε τον Άνταμ μπρούμυτα, πεσμένο στο πάτωμα  με τα χέρια και τα πόδια σε διάσταση, έβαλε τις φωνές κι άρχισε να τον ταρακουνάει να ξυπνήσει. Αρχικά, νόμιζε ότι είχε λιποθυμήσει, αλλά μάταια προσπαθούσε να τον συνεφέρει. Έπιασε διστακτικά τον σφυγμό του και δεν τον ένιωθε. Ξαναδοκίμασε πιο ήρεμα επιχειρώντας να καταλαγιάσει τον πανικό της, όταν διαπίστωσε ότι  δεν ανέπνεε!
Ο δείκτης του ρολογιού στη στενόμακρη αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου έδειχνε 21.00. Η Τζέιν στριφογυρνούσε όπως οι λεπτοδείκτες του ρολογιού μπροστά από τη διπλή ανοξείδωτη πόρτα της εντατικής έχοντας σκυμμένο το κεφάλι και φέροντας το δεξί της χέρι κάτω από το σαγόνι της αγωνιώντας και καραδοκώντας να βγει κάποιος γιατρός ώστε να τον αρπάξει και να μάθει νέα για την κατάσταση του Άνταμ. Η πόρτα άνοιξε και μια νεαρή ξανθιά νοσοκόμα βγήκε τρέχοντας. Η Τζέιν έτρεξε από πίσω της φωνάζοντάς και ρωτώντας για τον άντρα της. Η νοσοκόμα γύρισε λίγο το κεφάλι της λέγοντας στην Τζέιν με μια λεπτή φωνή που μετά βίας ακούστηκε ότι ακόμα δεν γνωρίζουν κάτι για την κατάσταση του Άνταμ. Η Τζέιν σταμάτησε να τρέχει, έμεινε για λίγο ασάλευτη μες στη μέση της αίθουσας, ώσπου τρεις νοσοκόμοι της φώναξαν να κάνει στην άκρη για να περάσει ένα φορείο που έφερε ένα τραυματισμένο νεαρό μελαχρινό παιδί για την εντατική. Τότε η Τζέιν έκανε τελείως  μηχανικά στην άκρη και ακουμπώντας με την πλάτη της στον τοίχο κάθισε κάτω και κουλουριάστηκε πιάνοντας τα γόνατα της και βάζοντας ανάμεσα στα πόδια της το κεφάλι της. Όπως συμβαίνει σε στιγμές που κοντεύουμε να χάσουμε έναν δικό μας άνθρωπο, περνούσαν από μπροστά της εικόνες από τη ζωή της με τον Άνταμ και άρχισε να αισθάνεται ενοχές για τις στιγμές που του φώναζε ότι την παραμελεί, ενώ εκείνος κόπιαζε να βγάζει χρήματα ώστε να της παρέχει τα πάντα. Αισθανόταν τύψεις που είχε περάσει από το μυαλό της να τον χωρίσει ή ακόμα και που είχε γλυκοκοιτάξει έναν νεαρό γοητευτικό άντρα που την είχε προσέξει στο δρόμο. Τότε συνειδητοποίησε πόσο σημαντικός ήταν ο άντρας της για εκείνη κι ότι οι δυσκολίες που περνούσαν ήταν μέρος της κοινής ζωής που επέλεξαν να μοιραστούν.  Ξεκίνησε να κατηγορεί τον εαυτό της για όλα τα προβλήματά τους μονολογώντας  ‘’εγώ φταίω, εγώ για όλα!’’.
Ενώ αναλογιζόταν τα λάθη της, ένιωσε ένα χέρι να της πιάνει τον ώμο. Ήταν ο γιατρός που είχε αναλάβει τον Άνταμ. Τραντάχτηκε κι ανασηκώθηκε γρήγορα με το βλέμμα να κοιτάζει προσεκτικά τα χείλη του γιατρού αναμένοντας αυτά που είχε να της πει. ‘’Πώς είναι γιατρέ ο άντρας μου, πείτε μου, σας παρακαλώ’’. Μετά βίας κατάφερε να ακουστεί η φωνή της, καθώς  πνιγόταν από τους σιωπηλούς λυγμούς της. Ο γιατρός στεκόταν εκεί με ατάραχο και σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπο, στο οποίο με το ζόρι φαινόταν καμιά φορά ένα ελαφρύ χαμόγελο πίσω από την πλούσια γκριζωπή γενειάδα που έφερε. Έβγαλε τα γυαλιά του με μια τελείως μηχανική κίνηση και κρατώντας τα με το δεξί χέρι άρχισε να της εξηγεί. ‘’Ο άντρας σας υπέστη καρδιακό επεισόδιο. Πιστεύουμε ότι ξεπέρασε τον κίνδυνο, αλλά η κατάσταση του θα σταθεροποιηθεί μέσα στις επόμενες εικοσιτέσσερις ώρες. Τότε θα μπορέσετε να τον δείτε, γι’ αυτό θα σας έλεγα να πηγαίνατε στο σπίτι σας να ξεκουραστείτε. Ούτως ή άλλως δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε άλλο, παρά μόνο υπομονή’’. Η Τζέιν ένιωσε για μια στιγμή ανακούφιση, καθώς η φωνή του γιατρού ήταν αρκετά καταπραϋντική και μειλίχια. Αποφάσισε να τον ακούσει και ξεκίνησε για το σπίτι.